Η δημοσκόπηση της PULSE για τον Σκάι ήρθε να δείξει μια εικόνα παγιωμένου συσχετισμού υπέρ της ΝΔ, όμως ταυτόχρονα χτύπησε καμπανάκια και για την κυβέρνηση και για τον ΣΥΡΙΖΑ
Οι δημοσκοπήσεις έχουν κατηγορηθεί πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια ότι αποτέλεσαν εργαλείο χειραγώγησης της κοινής γνώμης, κυρίως σε σχέση με την αποτυχία τους να έχουν ορθές προβλέψεις σε μια από τις πιο ρευστές και γρήγορα μεταβαλλόμενες πολιτικές περιόδους των τελευταίων δεκαετιών.
Ωστόσο, ένα από τα πράγματα που έφεραν οι τελευταίες εκλογές μια σχετική ανάκτηση αξιοπιστίας των δημοσκοπήσεων, που ως τα βασικά τουλάχιστον δεν έπεσαν έξω.
Και αυτό επιτρέπει να μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε ως αυτό που είναι. Δηλαδή, όχι ως υποκατάστατο των κανονικών δημοκρατικών διαδικασιών, αλλά ως αποτύπωση των τάσεων του εκλογικού σώματος σε συγκεκριμένες στιγμές. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.
Η Νέα Δημοκρατία διατηρεί σαφές πολιτικό προβάδισμα
Λίγο πολύ το περιμέναμε. Μετά η συμπλήρωση των 100 πρώτων ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων της η κυβέρνηση της ΝΔ απολαμβάνει ακόμη μιας σημαντικής δημοσκοπικής απήχησης. Αυτό αποτυπώνει το 38,5% στην πρόθεση ψήφου (ελάχιστα πιο χαμηλό από ένα μήνα πριν).
Το αντίθετο, θα ήταν παράλογο. Έχουμε να κάνουμε με μια νέα κυβέρνηση, που κέρδισε τις εκλογές με καθαρή πλειοψηφία, σε ένα αποτέλεσμα που ήταν αναμενόμενο από καιρό. Για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία ο χώρος της κεντροδεξιάς έχει συσπείρωση γύρω από ένα κόμμα και με όρους που παραπέμπουν στην ιστορική επιρροή του.
Η κυβέρνηση μέχρι τώρα έχει κάνει αρκετά βήματα, ώστε να δώσει την εικόνα ότι ήταν έτοιμη να κυβερνήσει, αλλά ταυτόχρονα ήταν προσεκτική ώστε να αποφύγει κακοτοπιές. Ένα σημαντικό μέρος των εξαγγελιών της είναι μέτρα φοροελαφρύνσεων που έχουν θετική απήχηση σε μια κοινωνία που μέχρι τώρα είχε συνηθίσει να ακούει εξαγγελίες για επιπλέον φόρους.
Η οικονομία παραμένει μέσα σε μια αναπτυξιακή δυναμική, υποτονική αλλά υπαρκτή και οι πολίτες δείχνουν να μην έχουν το ακραίο αίσθημα επισφάλειας και επικείμενης επιδείνωσης της θέσης τους που είχε σφραγίσει προηγούμενες περιόδους.
Σε όλα αυτά προστίθεται και το γεγονός ότι η κυβέρνηση μέχρι τώρα έχει επιμένει σε μια πολύ προσεκτικά επικοινωνιακή διαχείριση των κινήσεών της, αποφεύγοντας κακοτοπιές αλλά και δείχνοντας μεγάλη ετοιμότητα να προχωρά σε διορθωτικές κινήσεις γύρω από οποιοδήποτε θέμα εκτιμά ότι θα μπορούσε να της προκαλέσει κόστος.
Ενισχυτικό στοιχείο της θέσης της κυβέρνησης και το γεγονός ότι διατηρείται υψηλή δημοτικότητα του πρωθυπουργού, κάτι που με τη σειρά του δικαιώνει και την επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να διεκδικήσει έναν ιδιαίτερα αναβαθμισμένο ρόλο και να είναι το «πρόσωπο» της κυβέρνησης πολύ περισσότερο από τα τυπικά όρια του πρωθυπουργικού πρωτείου.
Η δημοσκοπική αποτύπωση της αμηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ
Την ίδια στιγμή προς το παρόν η αξιωματική αντιπολίτευση παραμένει σε μια συνθήκη αμηχανίας, με έντονη ταλάντευση ανάμεσα στους υψηλούς αντιπολιτευτικούς τόνου και την προσπάθεια υπεράσπισης του δικού της έργου, ακόμη και εκεί που αναδεικνύονται στοιχεία συναίνεσης ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις.
Το 25% (σε ελαφρά υποχώρηση από την προηγούμενη μέτρηση της ίδια εταιρείας) έρχεται να δείξει δύο τάσεις, που ο συσχετισμός τους θα κρίνει προς τα πού θα κινηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως προς την απήχησή του στην κοινωνία.
Από τη μια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κατοχυρωθεί ότι είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο βασικός πόλος ενός ευρύτερου κεντροαριστερού και προοδευτικού χώρου. Αυτό το 25% είναι μια αρκετά συμπαγής εκλογική βάση, όπως φάνηκε και στις ευρωεκλογές, που επιτρέπει στην ηγεσία να μπορεί να διαχειριστεί μια ήττα που δεν ήταβν συντριβή και επιτρέπει σχεδιασμό για διεύρυνση.
Από την άλλη το ίδιο ποσοστό δείχνει ένα όριο. Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια συγκυριακή ενίσχυση στις βουλευτικές εκλογές πάνω από τα όρια του «σκληρού πυρήνα» του, με ψηφοφόρους που τώρα δεν δείχνουν απαραίτητα έτοιμοι να επαναλάβουν μια ανάλογη επιλογή.
Ουσιαστικά, παρά την εκκίνηση της «πορείας προς το λαό» για τη διαμόρφωση ενός νέου και πιο μαζικού ΣΥΡΙΖΑ, που θα μπορεί να είναι ο φορέας και μιας νέας κεντροαριστεράς, αυτό δεν αποτυπώνεται ακόμη ως εκλογική δυναμική.
Μικρός πονοκέφαλος για τον ΣΥΡΙΖΑ και η υποχώρηση της δημοφιλίας του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Είναι γεγονός ότι ο πρώην πρωθυπουργός ήδη από την περίοδο μετά το 2015 είχε σταματήσει να έχει την εντυπωσιακή απήχηση που είχε στην περίοδο μέχρι και το 2015, με αποκορύφωμα αμέσως μετά την πρώτη εκλογική νίκη του.
Όμως, η διεύρυνση της απόστασης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έναν πολιτικό που μέχρι την ανάληψη της πρωθυπουργίας δεν είχε μια πολύ μεγάλη δημοφιλία, αποτυπώνει ότι το εκλογικό σώμα προς το παρόν βαθμολογεί μάλλον αρνητικά τη μέχρι τώρα αντιπολιτευτική παρουσία του Αλέξη Τσίπρα όπως και την αντιπολιτευτική τακτική που έχει επιλέξει, που συνδυάζει τους υψηλούς τόνους απέναντι στην κυβέρνηση, την απουσία αυτοκριτικής και αποτίμησης της προηγούμενης περιόδου και την έλλειψη ενός σαφούς προγραμματικού πλαισίου για το τι σημαίνει σήμερα προοδευτική πολιτική.
Τα «καμπανάκια» για την κυβέρνηση
Ωστόσο θα ήταν λάθος για την κυβέρνηση να θεωρήσει ότι όλα τα μηνύματα της συγκεκριμένης δημοσκόπησης είναι θετικά για αυτήν. Αντίθετα, η δημοσκόπηση δίνει και ε ενδείξεις για το ποια είναι τα αδύναμα σημεία της.
Καταρχάς έχουμε μια πρώτη υποχώρηση του «θετικού κλίματος» που αποτυπώνεται στη μικρή μείωση όσων πιστεύουν ότι τα πράγματα πάνε σε θετική κατεύθυνση, έστω και εάν αυτό το κλίμα παραμένει προς το παρόν πλειοψηφικό μέσα στο εκλογικό σώμα.
Σε ανάλογη κατεύθυνση και η μικρή αύξηση του ποσοστού των ανθρώπων που θεωρούν ότι η προσωπική τους οικονομική κατάσταση είναι δύσκολη. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό, γιατί μέχρι τώρα η κυβέρνηση έχει επενδύσει σε ένα κλίμα αισιοδοξίας. Εάν αυτό αρχίσει να αντιστρέφεται τότε αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο και στο γενικότερο πολιτικό κλίμα.
Ακόμη πιο ανησυχητική για την κυβέρνηση είναι η ανάλυση των θετικών απόψεων κατά τομείς. Η κυβέρνηση έχει θετική απήχηση κυρίως για τα φορολογικά, που μέχρι τώρα αποτελούν το ισχυρό πολιτικό χαρτί της. Από εκεί και πέρα έχει κάποιες θετικές αποτιμήσεις για ζητήματα όπως η ασφάλεια και οι επενδύσεις. Ωστόσο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι η κυβέρνηση δεν έχει θετική απήχηση για την πολιτική της στο μεταναστευτικό.
Ειδικά το τελευταίο σημείο αποτυπώνει και μια αντίφαση που τώρα γίνεται πιο ορατή. Η Νέα Δημοκρατία είχε επενδύσει όντως στη δυσαρέσκεια για πλευρές της προηγούμενης διαχείρισης του μεταναστευτικού.
Χωρίς η κεντρική ρητορική του κόμματος να υπερβαίνει τα όρια μιας «αυστηροποίησης» του πλαισίου (π.χ. μέσα από τις ταχύτερες επιστροφές), φαίνεται πως ο όλος αντιπολιτευτικός τόνος καλλιέργησε προσδοκίες σε τμήματα της εκλογικής βάσης για μια σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική, που προφανώς θα κινδύνευε να είναι ακόμη και εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου.
Το αποτέλεσμα είναι τώρα που η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τις πραγματικές δυσκολίες του ζητήματος (και την αδυναμία εφαρμογής των «σκληρών» πολιτικών) κινδυνεύει να εισπράξει ως δυσαρέσκεια ένα κλίμα στο οποίο προεκλογικά τουλάχιστον συνέβαλε.
Τα στοιχήματα είναι μπροστά
Η δημοσκόπηση αποτυπώνει μια μεταβατική στιγμή που ακόμη απηχεί το αποτέλεσμα των εκλογών και τη θετική απήχηση των πρώτων μέτρων. Όμως, όλα θα κριθούν από το εάν η κυβέρνηση αυτή θα μπορέσει όντως να φέρει μια απτή βελτίωση της ζωής των πολιτών και μια υπόσχεση ότι θα μπορούν να ελπίζουν ξανά σε ένα καλύτερο αύριο.
Εάν αποτύχει σε αυτό, τότε ακόμη και με μια αμήχανη αντιπολίτευση, το πολιτικό κεφάλαιο που προς το παρόν διαθέτει, θα εξαντληθεί γρήγορα.