Μια από τις πιο επίμονες απόψεις για το Έπος του ’40 είναι ότι η Ελλάδα ήταν απροετοίμαστη από υλικοτεχνικής υποδομής για να διεξάγει τον πόλεμο στο Αλβανικό Μέτωπο. Όμως, η άποψη αυτή αγνοεί ένα βασικό αξίωμα της στρατιωτικής επιστήμης. Η στρατιωτική ισχύς είναι ένα σχετικό και όχι απόλυτο μέγεθος και λαμβάνει υπόσταση ανάλογα με μια σειρά από παράγοντες. Ο πιο βασικός ίσως είναι το γεωγραφικό περιβάλλον.
Με γνώμονα, λοιπόν, το ορεινό και δύσβατο περιβάλλον, όπου κλήθηκαν να δράσουν οι Έλληνες στρατιώτες στα βουνά της Πίνδου, η Ελλάδα ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη. Μεταξύ των άλλων, διέθετε σε μεγαλύτερους αριθμούς από τους Ιταλούς ένα κρίσιμης σημασίας οπλικό σύστημα για τα δεδομένα του συγκεκριμένου χώρου μάχης, το μουλάρι. Πράγματι, αναλογούσαν περίπου δύο μουλάρια ανά πέντε ή έξι Έλληνες στρατιώτες, επιτυγχάνοντας διπλάσια ή και μεγαλύτερη αναλογία από ό,τι ο Ιταλικός Στρατός.
Το γεγονός αυτό επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να επιτυγχάνουν πολύ καλύτερη τακτική κινητικότητα, αξιοποιώντας τα δύσβατα ορεινά μονοπάτια. Αξίζει να αναφερθεί ότι την τακτική αξία του μουλαριού είχε εκτιμήσει εκ νέου και ο Αμερικανικός Στρατός στο Αφγανιστάν το 2001, όταν ανακάλυψε ότι τα οχήματά Humvee, ή ακόμη και αγροτικά φορτηγάκια, δεν ήταν κατάλληλα για τα ορεινά εδάφη που κλήθηκαν να δράσουν οι στρατιώτες της 10ης Ορεινής Μεραρχίας.
Εν παραλλήλω, ο Ελληνικός Στρατός είχε επενδύσει σε μια αποκεντρωτική φιλοσοφία επιχειρήσεων, διασπώντας τους μεγάλους του σχηματισμούς σε μικρές αυτόνομες ομάδες καθοδηγούμενες από μικρούς ηγήτορες (κατώτερους αξιωματικούς ή και έφεδρους) που επέτυχαν γρήγορη προσαρμογή στα γεωγραφικά δεδομένα της σύγκρουσης, τα οποία δεν ευνοούσαν τη δράση μεγάλων μονάδων.
Ο Μεταξάς και η Ausftragstaktik
Το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να είναι άσχετο με την στρατιωτική διάνοια του Ιωάννη Μεταξά και την στρατιωτική εκπαίδευση που είχε λάβει ως αξιωματικός στη Γερμανία, στην περίφημη Ακαδημία Πολέμου (Kriegsakademie). Εκεί είχε έρθει σε επαφή με τη γερμανική αντίληψη της Auftragstaktik, που στα αγγλικά αναφέρεται ως “Mission Command” και στα ελληνικά ως “Διοίκηση δια της Αποστολής”.
Η Auftragstaktik προωθεί την αυτονομία δράσης των κατώτερων ηγητόρων και την ανάληψη πρωτοβουλιών από αυτούς, στα αποτελέσματα των οποίων τα ανώτερα κλιμάκια οφείλουν να προσαρμόζονται, αντί να προσπαθούν να επιβάλουν ένα εκ των προτέρων προσδιορισμένο σχέδιο μάχης. Η Auftragstaktik αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες της στρατιωτικής αποτελεσματικότητας του γερμανικού και πριν από αυτόν του πρωσικού Στρατού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Auftragstaktik αργότερα υιοθετήθηκε πλήρως και από τον Ισραηλινό Στρατό. Στην πραγματικότητα, αποτέλεσε το μυστικό υπερόπλο των Ισραηλινών στους πολέμους εναντίον των Αράβων. Οι αραβικοί στρατοί ήταν εγκλωβισμένοι σε συγκεντρωτικά, ιεραρχικά και άκαμπτα μοντέλα διοίκησης εν πολέμω.
Η αποκεντρωτική φιλοσοφία επιχειρήσεων εν παραλλήλω με “πρωτόγονα” οπλικά συστήματα, πλην όμως προσαρμοσμένων στα γεωγραφικά δεδομένα του πεδίου της μάχης, με προεξάρχον το μουλάρι, επέτρεψαν στους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες να αξιοποιήσουν τις πολεμικές τους αρετές. Έτσι κατανίκησαν έναν αντίπαλο, που κάθε άλλο παρά μαλθακός ήταν. Αυτή η αντίληψη για τους Ιταλούς ήταν πλήρως λανθασμένη, όπως καταδείχθηκε και στην τρομακτική σύγκρουση στο ύψωμα 731, η οποία αποτελεί μια από τις πιο σκληρές μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Διδάγματα για το μέλλον
Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι η Ελλάδα εκείνης της εποχής είχε τη δυνατότητα να δαπανήσει δέκα φορές περισσότερα χρήματα για το στράτευμά της και –ακολουθώντας τη μόδα– να είχε δημιουργήσει μεγάλους τεθωρακισμένους και μηχανοκίνητους σχηματισμούς, που θα λειτουργούσαν υπό συγκεντρωτική διοίκηση. Σε αυτήν την περίπτωση, θα διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο να εγκλωβίσει τις δυνάμεις αυτές σε μια λάθος γεωγραφία και από πλεονέκτημα να μετατραπούν σε μειονέκτημα.
Αυτό έπαθαν οι Σοβιετικοί στις πρώτες φάσεις του ρωσοφινλανδικού πολέμου το 1939. Τότε, μεγάλες μηχανοκίνητες φάλαγγες του Κόκκινου Στρατού εγκλωβίστηκαν από τους πολυμήχανους Φινλανδούς μέσα σε στενούς δρόμους και οι Σοβιετικοί στρατιώτες αφανίστηκαν μέχρι ενός από το δριμύ ψύχος του φινλανδικού χειμώνα, όπως και Αμερικανοί στον Πόλεμο της Κορέας. Στη δεύτερη φάση της σύγκρουσης στην κορεατική χερσόνησο το κινεζικό πεζικό, κινούμενο τη νύχτα μέσα από ορεινά μονοπάτια, παρέκαμψε τις βαριές μηχανοκίνητες αμερικανικές φάλαγγες που αργοσέρνονταν ανάμεσα στα βουνά και χτύπησε τις δυνάμεις του ΟΗΕ στα νώτα, προκαλώντας πλήρη διάλυση της συνοχής τους.
Άρα, δεν είναι πάντοτε η υψηλή τεχνολογία αυτή που έχει το πλεονέκτημα σε μια πολεμική αναμέτρηση και δεν νικάει ο πιο ισχυρός, αλλά ο πιο προσαρμοσμένος στις ιδιαιτερότητες κάθε σύγκρουσης. Αυτό το δίδαγμα είναι κάτι που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας και σήμερα που εξετάζουμε(;) το πώς θα ενισχύσουμε τις ελληνικές αμυντικές και αποτρεπτικές ικανότητες, έτσι ώστε να αναχαιτίσουμε την διαρκώς εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα και να διασφαλίσουμε την ειρήνη στο ελληνοτουρκικό σύστημα.
Δεν αρκούν δηλαδή μόνο τα πανάκριβα οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας από εταιρείες του εξωτερικού. Πρέπει να αναπτύξουμε ικανότητες προσαρμοσμένες στις γεωγραφικές και άλλες ιδιαιτερότητες του δικού μας χώρου, στις δικές μας δυνατότητες και αδυναμίες. Και μια σχετική προσπάθεια, δεν μπορεί να εδραστεί παρά μόνο στο θεμελιώδες οπλικό σύστημα, το οποίο είναι μια εγχώρια, εθνική, στρατιωτική σκέψη φτιαγμένη από εμάς για εμάς.