Επιδιώκοντας να αλλάξει εντελώς το μοντέλο των διαπραγματεύσεων με τους Δανειστές, αφήνοντας πίσω τα «γιες, Σερ» των ΣΥΡΙΖΑίων, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντάται απόψε στις 6 το απόγευμα στο Μέγαρο Μαξίμου με τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, Κλάους Ρέγκλινγκ.
Για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μία δεκαετία η ατμόσφαιρα στις συζητήσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και εκπροσώπων των θεσμών θα είναι διαφορετική και μακριά από όσα είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα καθώς στο τετ α τετ του πρωθυπουργού με τον Κλάους Ρεγκλινκ δεν πρόκειται να κυριαρχήσει η λογική της διαπραγμάτευσης, η οποία έριχνε βαριά τη σκιά της σε όλες τις συναντήσεις κυβερνητικών στελεχών και τεχνοκρατών της τρόικας από το 2010.
Αντιθέτως αυτό που αναμένεται να επικρατήσει είναι το πνεύμα καλόπιστης ενημέρωσης, μία τελείως διαφορετική δηλαδή προσέγγιση.
Παράλληλα, από εδώ και στο εξής, η στάση της νέας κυβέρνησης θα έχει ως κυρίαρχο στοιχείο την θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη πως δεν πρόκειται να δώσει την εντύπωση ή το περιθώριο στους θεσμούς να θεωρήσουν πως η κυβέρνηση έχει την ιδιοκτησία του προγράμματος που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Oι θεσμοί θα πρέπει να αντιληφθούν ότι τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής δεν την έχουν εκείνοι αλλά η εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας.
Απέναντι στον μεγαλύτερο δανειστή της χώρας (με σχεδόν 300 δισ. δάνεια στα χρόνια της κρίσης) ο πρωθυπουργός επιδιώκει να του εκθέσει το μεγάλο μεταρρυθμιστικό «πακέτο» που έχει εκπονήσει.
Το δυσκολότερο είναι να τον πείσει ότι επιχειρεί να αλλάξει το μείγμα πολιτικής στη χώρα, όχι για να ικανοποιήσει μοιράζοντας παροχές σε ψηφοφόρους του πριν εισπηδήσουν στην σκληρή λιτότητα (όπως έκαναν προκάτοχοί του το 2009 ή το 2015) αλλά να μετατρέψει την Ελλάδα εκσυγχρονιστικά και αναπτυξιακά σε «κανονική» χώρα μετά το τέλος του 3ου Μνημονίου, χωρίς να διακινδυνεύει τα δημόσια οικονομικά.
Πρόγευση για τις εξηγήσεις που ζητά ο Κλάους Ρέγκλινγκ έλαβε ήδη χθες από τον νέο υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα. Στο υπουργείο Οικονομικών επί μία και πλέον ώρα ο Ρέγκλινγκ ζητούσε εξηγήσεις για τις φοροελαφρύνσεις που περιλαμβάνει το πρώτο φορολογικό νομοσχέδιο που θα καταθέσει σε λίγες μέρες η νέα κυβέρνηση.
Επί δύο μήνες δεν κρύβει επισήμως ότι το 2019 θα κλείσει με μεγάλη «τρύπα» στον προϋπολογισμό του κράτους, μετά τις παροχές Τσίπρα. Από τον κύριο Σταϊκούρα άκουσε συστάσεις να μην ανησυχεί, γιατί στο τέλος της χρονιάς η κυβέρνηση θα έχει επιτύχει τον στόχο του 3,5%, δίνοντας και τις ελαφρύνσεις που προωθεί.
«Αναπόσπαστες» οι μειώσεις φόρων
Μιλώντας χθες στην ΕΡΤ ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Στέλιος Πέτσας τόνισε πως κορυφαία θέση σε αυτό μεταρρυθμιστικό σχέδιο έχουν και οι φορολογικές τομές, που στόχο έχουν να δώσουν αναπτυξιακή ώθηση στην Οικονομία.
Για παράδειγμα:
– Ο ΕΝΦΙΑ θα μειωθεί 20% το 2020 και 10% το 2021. Το μέτρο θα συνδυαστεί με εναρμόνιση των αντικειμενικών τιμών της εφορίας, με τις εμπορικές αξίας, που σημαίνει ότι σε αρκετές περιπτώσεις ο ΕΝΦΙΑ θα αλλάξει άρδην.
– Νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος: από 1.1.2020 και μέχρι τέλους της τετραετίας, τα φυσικά πρόσωπα (μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες και ελεύθεροι επαγγελματίες) θα μειωθεί ολόκληρη η φορολογική κλίμακα, με α΄συντελεστή 9% αντί 22% φόρο.
– Η εισφορά αλληλεγγύης θα αρχίσει να μειώνεται για αρχή από το 2020, με στόχο να καταργηθεί οριστικά στο 2023. Οι μεγαλύτερες μειώσεις θα έρχονται όμως από το 2021 και μετά.
«Εφόσον επιτύχουμε τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2019 –που πιστεύουμε ακράδαντα ότι θα τον επιτύχουμε- μέσα στο 2020 θα μπορέσουμε να θέσουμε στους εταίρους και δανειστές την ανάγκη μείωσης σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα των στόχων για τα πλεόνασματα» στα επόμενα χρόνια (…) ΄Ολοι οι δανειστές θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους, αλλά με περισσότερη ανάπτυξη και όχι περισσότερες περικοπές» τόνισε ο κ.Πέτσας.
Επιπλέον, στην προσπάθεια πειθούς για μείωση των πλεονασμάτων συμβάλλει και η έκδοση νέου 7ετούς ομολόγου με επιτόκιο περίπου 40% χαμηλότερο από την περσινή έκδοση σε σχέση με τα ισχύοντα πέρυσι. Καθώς η ανάλυση βιωσιμότητος του χρέους έχει γίνει από τους θεσμούς με προβλέψεις για σχεδόν διπλάσια επιτόκια, η μείωση του κόστους δανεισμού συνεπάγεται χαμηλότερες πληρωμές για τόκους. Εφόσον δεχθούν έτσι το επιχείρημα οι θεσμοί, θα μπορεί να προκύψει και λιγότερη ανάγκη για λιτότητα.