Ισχυρό προβληματισμό και συζήτηση για ριζικές αλλαγές στην αντιπολιτευτική τακτική προκάλεσε το τελευταίο κύμα των δημοσκοπήσεων στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το μεγάλο θέμα συζήτησης είναι το γεγονός ότι ενώ είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση είδε κάποια ανησυχητικά σημάδια στον κρίσιμο τομέα αντιμετώπισης της πανδημίας, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο αδυνατεί να καρπωθεί τη φθορά της, αλλά συνεχίζει να κινείται πολύ χαμηλά και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Ο Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν τεράστιο ζήτημα αξιοπιστίας, έλλειψης εμπιστοσύνης και διαχείρισης. Ισως γι’ αυτό ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πήρε πάνω του το θέμα του Ελληνικού -κόντρα στις εσωκομματικές αντιδράσεις που συνεχίζονται – αν και με αποσπασματικές ενέργειες το θέμα της εμπιστοσύνης δεν λύνεται.
Το δεύτερο θέμα είναι η διείσδυση που έχουν ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, και βασικές πολιτικές της κυβέρνησης στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.
Η υπόθεση Κουφοντίνα
Υπάρχουν ερωτήματα όπως η διενέργεια διαδηλώσεων, η στάση της κυβέρνησης στην υπόθεση Κουφοντίνα, όπου περισσότεροι από ένας στους τρεις ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ επικροτούν την κυβερνητική θέση ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και περισσότεροι από ένας στους δύο ψηφοφόρους γενικά, την ίδια στιγμή που δηλώνουν ότι δεν είναι ευχαριστημένοι από τις πολιτικές της κυβέρνησης κατά της πανδημίας, την ίδια στιγμή πιστεύουν ότι με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα θα ήταν χειρότερη.
Πώς να διαβάσουν δηλαδή στον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι περισσότεροι από ένας στους δύο πολίτες, αλλά και περίπου ένα 25% των δικών τους ψηφοφόρων θεωρούν υπεύθυνους για την ένταση των προηγούμενων ημερών τους ίδιους και όχι την κυβέρνηση…
Η ανάλυση της Κουμουνδούρου είναι ότι παρά τα «καμπανάκια» προς το Μαξίμου, η πλειονότητα του κόσμου εμπιστεύεται ακόμα την κυβέρνηση.
Η διαπίστωση αυτή, και όχι ηθικά κωλύματα που ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν είχε, κρύβεται πίσω από την απάντηση των κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ «ο κ. Τσίπρας θα ζητήσει εκλογές μετά την πανδημία, καθώς τώρα κάτι τέτοιο θα ήταν ανεύθυνο».
Προσπαθώντας να διαβάσουν θετικά τις δημοσκοπήσεις -που δημοσίως αμφισβητούν και απαξιώνουν επειδή η εικόνα τους είναι απογοητευτική, αλλά στην πραγματικότητα τις ακολουθούν ως «ευαγγέλιο»- στον ΣΥΡΙΖΑ λένε ότι απομακρυνόμαστε από τις μεγάλες διαφορές στην πρόθεση ψήφου και πηγαίνουμε σε διαφορές επιπέδου προεκλογικού 2019, δηλαδή με τη Νέα Δημοκρατία το επόμενο διάστημα να προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ 9-11 ποσοστιαίες μονάδες και τα υπόλοιπα κόμματα να κινούνται κοντά στα εκλογικά τους ποσοστά.
Ο Α. Τσίπρας βλέπει για άλλον έναν μήνα να μη μπορεί να ανεβάσει την αξιοπιστία του, την ίδια στιγμή που τα απανωτά lockdowns, η πολιτική του «ακορντεόν», οι οικονομικές δυσκολίες και ανησυχίες, η κόπωση έχουν οδηγήσει πολλούς πολίτες είτε να αμφισβητούν είτε να δυσαρεστούνται από τα μέτρα, ενώ αργά ανεβαίνει και ο αριθμός εκείνων που απαισιοδοξούν. Και όταν αυτό αποτελεί μια γενική εικόνα, στον ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη.
Ενδεικτικά, στην έρευνα της Metron Analysis μόλις το 16% κρίνει θετικά το έργο της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενώ το 74% το κρίνει αρνητικά, στην έρευνα της Interview το 40,7% πιστεύει πως τη μεγαλύτερη ευθύνη για την όξυνση της πολιτικής κατάστασης έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, με το 29,9% να απαντά η Ν.Δ. και 18,5% δηλώνει πως ευθύνονται το ίδιο.
Και στην έρευνα της Marc, ενώ το 62% των πολιτών δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένο από την υγειονομική διαχείριση της πανδημίας, ούτε από την οικονομική διαχείρισή της (57%), το 53% εκτιμά ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα είχε χειρότερη διαχείριση.
Κρίσιμο σταυροδρόμι
Ο Α. Τσίπρας, λοιπόν, βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Σε μία περίοδο που φοβάται την επίδραση που θα έχει στους σημερινούς συσχετισμούς στο πολιτικό σκηνικό ενδεχόμενη, έστω και αργή, βελτίωση της κατάστασης, καλείται να αποφασίσει αν θα συνεχίσει τη σημερινή μονοσήμαντη και στείρα αντιπολιτευτική τακτική, που είναι πολύ δημοφιλής αλλά μόνο σε ένα μικρό ακροατήριο, ή θα πάει σε μία πιο σύνθετη στρατηγική, προσπαθώντας να προσεγγίσει και πολίτες που αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο και όχι στα άκρα.
Μέχρι σήμερα, αμφιταλαντευόταν και πήγαινε πότε πιο αριστερά και πότε λιγότερο αριστερά, προσπαθώντας να ικανοποιήσει πότε τη μία πλευρά των οπαδών και στελεχών του και πότε την άλλη, με μηδαμινό αποτέλεσμα.
Τώρα, καλείται να αποφασίσει αν θα ακούσει εκείνους που του λένε να στρίψει με εμφανείς κινήσεις προς το Κέντρο, ακόμα και αν χάσει παραδοσιακούς ψηφοφόρους του.