Με επίκεντρο τους εμβολιασμούς παιδιών ηλικίας 5 έως 11 ετών που ξεκινάει και στη χώρα μας την προσεχή Τετάρτη, πραγματοποιήθηκε η ενημέρωση για το Εθνικό Σχέδιο εμβολιαστικής κάλυψης για τη νόσο COVID-19, από την Πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου και το γγ Πρωτοβάθμιας Υγείας Μάριο Θεμιστοκλέους.
Η κ. Θεοδωρίδου αναφέρθηκε εκτενώς στον εμβολιασμό παιδιών τονίζοντας ότι προσφέρει στην προστασία των ίδιων και θα τα βοηθήσουν να παρακολουθήσουν ανεμπόδιστα τις σχολικές δραστηριότητες.
Παράλληλα, αναφέρθηκε σε μελέτη που αφορά στη διερεύνηση του κινδύνου εισαγωγής παιδιών με μη ελεγχόμενο άσθμα, και διαπιστώθηκε ότι παιδιά 5-17 ετών είχαν 3 έως 6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω covid εισαγωγής σε νοσοκομείο.
Το εμβόλιο που γίνεται στα παιδιά περιέχει το ένα τρίτο του αντιγόνου της δόσης των ενηλίκων. Πραγματοποιείται σε δύο δόσεις με μεσοδιάστημα 21 ημερών. Σε περίπτωση νόσησης, η δεύτερη δόση χορηγείται μετά από τρεις μήνες, εξήγησε.
Ετήσιος εμβολιασμός όπως με την γρίπη
Ανοιχτό το ενδεχόμενο ετήσιου εμβολιασμού για τον κοροναϊού, όπως με το εμβόλιο της γρίπης, άφησε η κ. Θεοδωρίδου, σημειώνοντας πως «για 4η δόση μπορεί να απαντήσει κανείς μονό με εικασίες. Η λύση που θα ικανοποιούσε θα ήταν να χρειαστεί 4η δόση, αλλά αυτή η 4η δόση να είναι στον χρόνο, να είναι όπως κάνουμε για τον εμβολιασμό της γρίπης, να θεωρηθούν οι τρεις δόσεις ως ο βασικός εμβολιασμός και να γίνει μια δόση στον χρόνο ως επαναληπτικός ανάλογα με τη γρίπη».
Για τους νοσήσαντες σημείωσε ότι μπορεί να γίνει διπλός εμβολιασμός και να χρειαστεί μετά από άλλους 3 ή 6 μήνες και δεύτερη δόση.
Αναφερόμενη στην μετάλλαξη Όμικρον, η κυρία Θεοδωρίδου είπε πως έχουμε κάποια αισιόδοξα μηνύματα, όπως ότι η νοσηλεία των ασθενών είναι βραχεία και η θνητότητα μικρότερη. Όλοι όμως, όπως είπε, διατηρούν τις επιφυλάξεις τους, καθώς χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για ασφαλή συμπεράσματα. Επεσήμανε δε πως τα άτομα που έχουν νοσήσει στη Νότια Αφρική είναι νεότερης ηλικίας.
Αναφέρθηκε στην ανακοίνωση του ΠΟΥ που χαρακτηρίζει την παραλλαγή Όμικρον ότι έχει πολύ υψηλό παγκόσμιο κίνδυνο αλλά και ηπιότερος να είναι της Δέλτα, θα υπάρχουν προβλήματα στο κεφάλαιο της νοσηλείας λόγω της μεγάλης μεταδοτικότητας.