Μειώσεις τιμών από 15% έως 20% αναμένεται να αποτυπωθούν στα ράφια των σούπερ μάρκετ με τη νέα δέσμη μέτρων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση την προηγούμενη εβδομάδα για το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους των βιομηχανιών που παράγουν και διακινούν βρεφικό γάλα, αλλά και τον «κόφτη» 30% στις προωθητικές ενέργειες ώστε να μπει φρένο στις παραπλανητικές εκπτώσεις και να υπάρξει διαφάνεια στις τιμές.
Βρεφικό γάλα
Σε ό,τι αφορά το βρεφικό γάλα, με την επιβολή πλαφόν στο μικτό περιθώριο κέρδους στο 7%, στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι η μέση τιμή του προϊόντος θα υποχωρήσει κατά 15%-20%, κοντά στα επίπεδα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Για παράδειγμα, γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας (0-6 μηνών) 800 γραμμαρίων που σήμερα πωλείται στα ράφια στην τιμή των 26,98 ευρώ, οι καταναλωτές μπορεί να το αγοράζουν τους επόμενους μήνες από 21,58 έως 22,93 ευρώ. Αλλωστε, σύμφωνα με κύκλους του υπουργείου Ανάπτυξης, αυτή τη στιγμή το βρεφικό γάλα διατίθεται με έως και τρεις φορές μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους σε σχέση με το πλαφόν του 7% που θέλει να θεσπίσει η κυβέρνηση. «Υπάρχουν εταιρίες παραγωγής βρεφικού γάλακτος που το μικτό περιθώριο κέρδους τους αγγίζει ακόμα και το 20% και 25%», υπογραμμίζει ανώτατη κυβερνητική πηγή στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.
Σημειώνεται ότι η επιβολή του πλαφόν αποφασίστηκε μετά τη διαπίστωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ότι το βρεφικό γάλα πωλείται στην Ελλάδα έως και 213% ακριβότερα σε σχέση με τη χαμηλότερη τιμή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αντιδράσεις
Πάντως, από την πλευρά τους εκπρόσωποι των γαλακτοβιομηχανιών εμφανίζονται ενοχλημένοι από την απόφαση αυτή σημειώνοντας στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ότι «οποιοδήποτε πλαφόν στο κέρδος οποιουδήποτε προϊόντος είναι αυθαίρετο σε μια ελεύθερη αγορά και παραπέμπει σε άλλες εποχές και καθεστώτα», ενώ αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του μέτρου τονίζοντας ότι «δεν είναι βέβαιο ότι θα μειωθεί η τιμή του βρεφικού γάλακτος».
Μάλιστα, κορυφαίο στέλεχος μεγάλης εταιρίας στρέφει τα βέλη του κατά της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπογραμμίζοντας ότι η ψαλίδα των τιμών που παρουσίασε η Ανεξάρτητη Αρχή σε σχέση με τις άλλες χώρες «είναι όχι μόνο αναληθής, αλλά ψευδής και παραπλανητική, διότι δεν χρησιμοποιήθηκαν οι πραγματικές τιμές των προϊόντων, αλλά ο δείκτης αγοραστικής δύναμης του ΟΟΣΑ, που λαμβάνει υπόψη την αγοραστική δύναμη του καταναλωτή σε κάθε χώρα. Δεν έχει σχέση με την τιμή του προϊόντος. Αν δηλαδή είναι αμειβόμενοι καλά σε κάποια χώρα, φαίνεται ότι αγοράζουν φθηνότερο βρεφικό γάλα. Αυτό είναι τραγικό για να βγάλει κάποιος συμπεράσματα για τις τιμές των προϊόντων».
Η ίδια πηγή προσθέτει ότι η έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν έχει λάβει υπόψη της βασικούς παράγοντες, όπως οι οικονομίες κλίμακας. «Είναι αλλιώς να παρέχεις προϊόντα σε μια μεγάλη αγορά που ρίχνει το κόστος των εταιριών και αλλιώς σε μια μικρή αγορά, όπως η Ελλάδα. Επίσης, δεν λαμβάνει υπόψη τον ΦΠΑ, αλλά και το γεγονός ότι τα γάλατα δεν είναι όλα ίδια», επισημαίνει.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εκπρόσωποι του κλάδου παραδέχονται ότι το βρεφικό γάλα είναι ακριβό, ωστόσο αποδίδουν τις υψηλές τιμές στην ιδιαίτερη σύνθεσή του, στα αυξημένα μεταφορικά κόστη, δεδομένου ότι παράγεται αποκλειστικά σε ξένες χώρες, καθώς και στα αυστηρά συστήματα ασφαλείας που απαιτούνται.
Μικρότερη ψαλίδα
Εκπρόσωποι των σούπερ μάρκετ σημειώνουν στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ότι η πραγματική ψαλίδα των τιμών στο βρεφικό γάλα μεταξύ της Ελλάδας και άλλων χωρών, αν ληφθούν υπόψη οι μέσες τιμές, είναι στο 15%-20%. «Μπορεί οι βιομηχανίες να λένε τώρα ότι δεν θα ρίξουν τις τιμές, όμως έχουν εκτεθεί ανεπανόρθωτα και δεν θα θέλουν να βρεθούν ξανά στην ίδια θέση. Οπότε θα αναγκαστούν να τις ρίξουν και να τις πάνε πιο κοντά στις άλλες χώρες», δηλώνει η ίδια πηγή.
Πάντως, οι βιομηχανίες που παράγουν και διακινούν βρεφικό γάλα στη χώρα μας βρίσκονται στο στόχαστρο των ελεγκτικών αρχών και τις επόμενες μέρες το υπουργείο Ανάπτυξης αναμένεται να ανακοινώσει τσουχτερά πρόστιμα σε τουλάχιστον δύο εταιρίες, οι οποίες σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, φαίνεται να αισχροκερδούν σε βάρος των καταναλωτών.
«Κόφτης» στις προσφορές με ψαλίδι στο αρχικό κόστος
Στο μέτωπο των προσφορών, περιορίζεται κατά 30% το budget των προμηθευτών για προωθητικές ενέργειες, επιφέροντας και αντίστοιχη μείωση των αρχικών τιμών πώλησης σε έξι κατηγορίες προϊόντων: τα απορρυπαντικά, τα καθαριστικά σπιτιού, τις οδοντόκρεμες, τα σαμπουάν, τα αφρόλουτρα και τις βρεφικές πάνες. Αλλωστε, σε αυτές τις κατηγορίες οι προωθητικές ενέργειες έχουν μόνιμο χαρακτήρα και οι εκπτώσεις κυμαίνονται από 30%-50% ή αφορούν σε «1+1 δώρο».
Οπως εξηγεί στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ανώτατο στέλεχος μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ, ένα σαμπουάν που πωλείται υπό το καθεστώς προσφοράς «1+1 δώρο» στην τιμή των 7 ευρώ, η έκπτωση των 3,5 ευρώ που παρείχε ο προμηθευτής θα μειωθεί κατά 30%, δηλαδή περίπου κατά 1,1 ευρώ. Ετσι, η τιμή αυτόματα θα πέσει στα 5,9 ευρώ και πάνω σε αυτή τη μειωμένη τιμή θα μπορεί να κάνει προσφορά.
«Εκτιμούμε ότι η τελική τιμή με την έκπτωση όχι απλώς θα πέσει στα 3,5 ευρώ, αλλά μπορεί να φτάσει ακόμα και στα 2,9 ευρώ. Κι αυτό γιατί οι καταναλωτές έχουν εκπαιδευτεί να ψωνίζουν με προσφορές. Αν η βιομηχανία δεν ρίξει την τιμή του, τα νοικοκυριά θα επιλέξουν τα προϊόντα άλλης εταιρίας που διατίθενται στην τιμή των 3,5 ευρώ ή και λιγότερο. Οπότε είναι μονόδρομος για τους προμηθευτές να κάνουν εκπτώσεις στις ήδη μειωμένες τιμές», υπογραμμίζει η ίδια πηγή.
Αλλωστε, σύμφωνα με έρευνα της Circana, στο ενδεκάμηνο του 2023, η ένταση των προσφορών στα ράφια των σούπερ μάρκετ ήταν αυξημένη και κυρίως στις κατηγορίες των τροφίμων και των προϊόντων φροντίδας σπιτιού. Στην πρώτη κατηγορία το ποσοστό του τζίρου που προήλθε από τις προωθητικές ενέργειες αυξήθηκε σε 24,8% και στη δεύτερη σε 25,3%. Συνολικά, ο τζίρος των ταχυκίνητων αγαθών που διατέθηκαν υπό καθεστώς προωθητικής ενέργειας αυξήθηκε σε 25%.
Επιπλέον, σε ανοδική τροχιά συνέχισαν να κινούνται τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, καθώς τα νοικοκυριά αναζητούν πιο οικονομικές λύσεις. Το μερίδιο σε αξία άγγιξε το 26,3% από 25,8% το αντίστοιχο διάστημα του 2022 με τον ρυθμό ανάπτυξης να είναι 11,6%, όταν την ίδια ώρα στα επώνυμα είναι μόλις 8,8%. Μάλιστα, στα τρόφιμα το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι ελαφρώς υψηλότερο στο 26,8% από 26,4% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022 και ακολούθησαν τα είδη ατομικής υγιεινής και ομορφιάς με 20,9% και τα είδη νοικοκυριού με 25,6%.