Οι Έλληνες είχαν στείλει τρεις τριήρεις, μία από την Αθήνα, μία από την Αίγινα και μία από την Τροιζήνα, με αποστολή να πλεύσουν κοντά στο νησί της Σκιάθου και να προειδοποιήσουν αν εμφανιζόταν ο εχθρός.
Η ξαφνική εμφάνιση όμως του τεράστιου περσικού στόλου προκάλεσε πανικό στα ελληνικά πλοία. Το αθηναϊκό συνετρίβη στη θεσσαλική ακτή και το πλήρωμα διέφυγε από ξηρά. Οι Τροιζήνιοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν και αφού οι Φοίνικες κατέλαβαν το πλοίο, θυσίασαν στους θεούς τους τον πιο όμορφο Έλληνα αιχμάλωτο.
Στη συνέχεια περικύκλωσαν το πλοίο της Αίγινας. Ο Πυθέας ο Αιγινήτης, γιος του Ισχένοου, πολέμησε σαν λυσσασμένος ακόμα και όταν όλοι οι άλλοι Έλληνες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.Το Αιγινίτικο πλοίο ήταν ένα σφαγείο με τεμαχισμένα σώματα παντού.
Όμως ο Πυθέας παρέμεινε να αγωνίζεται παρά τους τραυματισμούς του. Ξίφη, δόρατα και βέλη τον χτυπούσαν σχεδόν από όλες τις κατευθύνσεις. Σταμάτησε να αγωνίζεται μόνο όταν λιποθύμησε από αιμορραγία πέφτωντας στο κατάστρωμα μέσα σε μια λίμνη από το αίμα του.
Ο Πέρσης διοικητής θαύμασε τη γενναιότητά του και εμπόδισε τους Φοίνικες να τον σκοτώσουν. Διέταξε έναν γιατρό να τον θεραπεύσει και τον κράτησε σε τιμητική αιχμαλωσία.Απο τότε οι Πέρσες τον είχαν συνέχεια στο καράβι τους και τον καμάρωναν, εξαιτίας της ανδρείας του,με το κορμί του αγνώριστο από τα τραύματα.
Ο Πυθέας απελευθερώθηκε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας όταν ο συμπατριώτης του, Πολύκριτος ο Αιγινήτης γιος του Κριού, κατέλαβε το πλοίο της Σιδώνας όπου βρισκόταν, και τον έσωσε. Έτσι ο Πυθέας γύρισε ζωντανός στην Αίγινα.