Την επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα της χώρας, επιδιώκει η κυβέρνηση να σηματοδοτήσει η ψήφιση του πρώτου προϋπολογισμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με τους κυβερνητικούς κύκλους να αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο ο πρωθυπουργός το βράδυ της Τετάρτης, από το βήμα της Βουλής να εξαγγείλει και νέα θετικά μέτρα για τους πολίτες.
Σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη ο πρωθυπουργός δεν αποκλείεται να ακολουθήσει την γνωστή τακτική του ευχάριστου αιφνιδιασμού που συχνά κάνει, ανακοινώνοντας θετικά μέτρα και ίσως υπάρξει και μια τέτοια ευκαιρία κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού στη Βουλή. Εκτιμάται, μάλιστα ότι η νέα ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό θα αφορά άμεσα υλοποιήσιμη υπόσχεση και πιο συγκεκριμένα θα εστιάζει στην ελάφρυνση των φορολογουμένων, είτε κάποια αύξηση στο μέρισμα ή στο επίδομα θέρμανσης, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα, όπως αναφέρουν κυβερνητικοί κύκλοι ακόμη και να αφορά στην περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ. Άλλωστε το ενδεχόμενο αυτό άφησε ανοιχτό και στη Βουλή ο υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής κ. Σκυλακάκης, υπογραμμίζοντας ότι η εισπραξιμότητα του ΕΝΦΙΑ – παρά την μείωση που νομοθέτησε πρόσφατα η κυβέρνηση – έχει υπερβεί τον στόχο κατά 110 εκ. Ευρώ, ποσό που σημείωσε ότι δεν χρειαζόταν να εισπραχθεί.
Ο προϋπολογισμός ψηφίζεται την Τετάρτη τα μεσάνυχτα και είναι ο πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και ήδη κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, που ξεκίνησε από το Σάββατο, έχει δοθεί από τις μέχρι στιγμής τοποθετήσεις το στίγμα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, καθιστώντας σαφές ότι βασική προτεραιότητα του πρωθυπουργού παραμένει η βελτίωση της ποιότητας ζωής και της καθημερινότητας των πολιτών, μακριά από επικοινωνιακά τεχνάσματα.
Για την κυβέρνηση αποτελεί στοίχημα να είναι ο τελευταίος προϋπολογισμός με τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, γι’ αυτό και στο προσκήνιο δεν έρχονται μόνο τα οικονομικά στοιχεία, αλλά και τα όσα σηματοδοτεί τόσο η συγκεκριμένη συζήτηση στη Βουλή, σε πολιτικό επίπεδο αλλά και οικονομικό, καθώς, όπως εκτιμούν πολλά κυβερνητικά στελέχη, ο προϋπολογισμός προαναγγέλλει και την επιστροφή της χώρας στην οικονομική κανονικότητα.
Δυνατό χαρτί η συνέπεια
Η κυβέρνηση κλείνοντας τον κύκλο της υπερφορολόγησης, μειώνει τα βάρη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να προχωρά, όπως αναμένεται και σε νέες εξαγγελίες, είτε σε αναπτυξιακό και επενδυτικό επίπεδο, αλλά όπως εκτιμάται ο πρωθυπουργός επιχειρεί να εστιάσει η νέα σελίδα της οικονομικής πολιτικής του στην καθημερινότητα.
Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης στην οικονομία αναμένεται να κυριαρχήσουν στην κορύφωση της συζήτησης του προϋπολογισμού στη Βουλή, όπως η μόνιμη μείωση του ΕΝΦΙΑ, μείωση συντελεστών φορολόγησης, η βελτίωση του πλαισίου ρυθμίσεων οφειλών των πολιτών προς την εφορία, η απλοποίηση των διαδικασιών για την προστασία της πρώτης κατοικίας και παράτασης του υφιστάμενου πλαισίου κατά τέσσερις μήνες, η προκαταβολή διευρυμένου επιδόματος θέρμανσης, η έκτακτη ενίσχυση σε περισσότερους από 950.000 οικονομικά αδύναμους.
Οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, γίνονται πράξη μέσα από τον προϋπολογισμό του 2020, και η συνέπεια, είναι το δυνατό χαρτί του πρωθυπουργού την οποία αναμένεται και να αντιπαραθέσει με την προηγούμενη κυβέρνηση, επικαλούμενος παράλληλα και στοιχεία για την ανοδική πορεία της οικονομίας.
Ο πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη προβλέπει σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, από το 2,2% που καταγράφηκε σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο 9μηνο του 2019, στο 2,8% το 2020. Οδηγεί έτσι το ΑΕΠ μας, μετά από πολλά χρόνια, κοντά στα 200 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυξάνει, δηλαδή, το Εθνικό Εισόδημα σε σχέση με εφέτος κατά επτά δισεκατομμύρια ευρώ. Ή 1.600 ευρώ περίπου κατά νοικοκυριό”, σχολιάζουν στελέχη της κυβέρνησης.
Μπορεί το ενδιαφέρον όλων να έχει επικεντρωθεί στην τοποθέτηση του πρωθυπουργού το βράδυ της Τετάρτης, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι το πιο σημαντικό σημείο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης είναι το ότι μπαίνει τέλος στην τακτική των υπερπλεονασμάτων της προηγούμενης κυβέρνησης. Όπως σημειώνεται κατά την περίοδο 2016-2018 αφαιρέθηκαν από την οικονομία 11,4 δισεκατομμύρια ευρώ, πέραν και επιπλέον των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που είχαν συμφωνηθεί με τους πιστωτές.