Στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, αμέσως μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, η μεσαία τάξη λύγισε από το εκρηκτικό κοκτέιλ φόρων και εισφορών.
Τα μεσαία νοικοκυριά είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες αναγκάστηκαν να κλείσουν τα βιβλία τους για να γλιτώσουν από τις υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές, επιχειρήσεις κατέβασαν ρολά και οι ιδιοκτήτες ακινήτων πληρώνουν ακόμη τον ΕΝΦΙΑ που υποτίθεται θα καταργούσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από το 2015 τα χτυπήματα που δέχθηκαν φορολογούμενοι και επιχειρήσεις ήταν απανωτά. Σχεδόν τίποτα δεν έμεινε αφορολόγητο. Φόροι στο εισόδημα, φόροι στην κατανάλωση, φόροι στις καταθέσεις, φόροι στα ακίνητα, φόροι στα καύσιμα, φόροι στον καφέ, φόροι στο Ιντερνετ, φόροι στα κινητά και στα σταθερά τηλέφωνα, φόροι στη διαμονή στα ξενοδοχεία.
Άλλωστε τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) για την υπερφορολόγηση στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για την κοινωνία και την οικονομία.
Η Ελλάδα αποτελεί σπάνια περίπτωση χώρας που φορολογεί επιθετικά τόσο την εργασία όσο και το «κεραμίδι» επισημαίνει ο ΣΕΒ, προσθέτοντας ότι η πολιτική αυτή από τη μια πλευρά στερεί δυνατότητες απασχόλησης, και από την άλλη απαιτεί υψηλότατα καθαρά εισοδήματα για την καταβολή εξαιρετικά επαχθών φόρων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την κατοχή ακινήτων.
Το φορολογικό πλαίσιο στην Ελλάδα παραμένει ασταθές, αβέβαιο και μη ανταγωνιστικό για τις επιχειρήσεις σημειώνει ο Σύνδεσμος, αναφέροντας ότι λιγότερες από 500 επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 3 εκατ. ευρώ πληρώνουν πάνω από το 50% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.
Με αυτόν τον τρόπο, όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές, αναδεικνύεται το μέγεθος της απώλειας εσόδων που έχει το κράτος από τη στρατηγική του να υπερφορολογεί τους εργαζομένους, τις επιχειρήσεις και τους μετόχους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία :
Για καθαρές ετήσιες αποδοχές 20.000 ευρώ το κράτος «αφαιρεί» από τους μισθωτούς, μέσω φόρων και εισφορών, κατά μέσο όρο το 44% από το ποσό που πληρώνει ο εργοδότης. Μόνο 6 ευρωπαϊκές χώρες αφαιρούν περισσότερο. Για να είναι ανταγωνιστικό το ποσοστό επιβάρυνσης με φόρους και εισφορές επί του κόστους του εργοδότη θα έπρεπε να είναι γύρω στο 35%.
Για καθαρές αποδοχές 40.000 ευρώ τον χρόνο «αφαιρείται» μέσω φόρων και εισφορών το 60% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν αφαιρεί περισσότερο. Ενα ανταγωνιστικό ποσοστό επιβάρυνσης θα ήταν γύρω στο 40%.
Το 2009 τα φυσικά πρόσωπα με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ ανέρχονταν σε 527.000, το 2014 ήταν 275.000, παρά τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και το 2017 ο αριθμός τους μειώθηκε σε 239.000. H υπερφορολόγηση οδήγησε και στη μείωση των αγοραπωλησιών ακινήτων.
Αυξάνοντας υπέρμετρα τους φόρους, το κράτος οδηγεί στην εξάλειψη αυτής της εισοδηματικής ομάδας που αποτελεί κάτω από το 3% των φορολογούμενων αλλά συνεισφέρει το 42% των συνολικών εσόδων του κράτους από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και την ειδική εισφορά. Έτσι το κράτος μακροπρόθεσμα κινδυνεύει να χάσει αυτά τα έσοδα ή να αναγκαστεί να τα αναπληρώσει από τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες στις οποίες πλέον εγκλωβίζεται ο πληθυσμός.