Για πρώτη φορά είναι ο Ερντογάν και οι υπουργοί του αυτοί που τρέχουν πίσω από μια πρωτοβουλία της Ελλάδας
Πεσμένες είναι οι «μετοχές» του Ταγίπ Ερντογάν στη Δύση, καθώς ο τουρκικός ισλαμισμός προβληματίζει πολλές κυβερνήσεις πλέον και το ΝΑΤΟ με τις σχέσεις που αναπτύσσει με τη Ρωσία και με τις τυχοδιωκτικές «διεισδύσεις» που επιχειρεί σε διάφορες χώρες με στρατιωτικά και παραστρατιωτικά μέσα.
Προφανώς πεπεισμένο, παρά ταύτα, το καθεστώς Ερντογάν ότι μπορεί να πιέζει και να απειλεί στρατιωτικά κατά τις ορέξεις του «σουλτάνου» την Ελλάδα, αιφνιδιάστηκε άσχημα από την απόφαση της Αθήνας να προχωρήσει σε μια σημαντική για την άμυνά της συμφωνία με τη Γαλλία.
Και για πρώτη φορά είναι ο Ερντογάν και οι υπουργοί του αυτοί που «τρέχουν» πίσω από μια πρωτοβουλία της Ελλάδας, η οποία την έφερε στρατηγικό σύμμαχο στη Μεσόγειο με τη Γαλλία, μια ισχυρή χώρα, που παγίως φοβάται και απεχθάνεται η Αγκυρα.
Ο τουρκικός εκνευρισμός έχει πίσω του και το γεγονός της επικείμενης στρατιωτικής συμφωνίας της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, που ενισχύει περαιτέρω τα σημαντικά στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας μας στη Μεσόγειο, στη γραμμή Στενών Δαρδανελίων – Σουέζ.
Η τουρκική ηγεσία αντιδρά σπασμωδικά και με δόσεις καθαρού πολιτικού παραλογισμού στη συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας, ενώ προσπαθεί άτεχνα να παίξει διεθνώς ένα «επικοινωνιακό» παιχνίδι, προκειμένου να εμφανίσει μονομερώς «επιθετική» την Αθήνα, επειδή αυτή συμμαχεί με τη Γαλλία (!) και περίπου τολμά να προχωρήσει σε εξοπλισμούς, που η Τουρκία… αποδοκιμάζει!
Ομως, η Αθήνα γνωρίζει ότι σήμερα ο Ερντογάν είναι σε δυσχερή θέση στα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Ο λόγος γι’ αυτό είναι, πριν απ’ όλα, ότι και οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί καταδικάζουν την άσκηση στρατιωτικής βίας στην περιοχή και δεν εννοούν πλέον τον οποιονδήποτε διάλογο Ελλάδας – Τουρκίας έξω από την κοινή παραδοχή των όσων ορίζουν οι διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
Η Αγκυρα δεν μπορεί να αγνοήσει ούτε ότι η Ε.Ε. έχει αυτή τη θέση ούτε και ότι η Ουάσινγκτον, για ακόμη μία φορά, αναφέρθηκε προ ημερών στο Διεθνές Δίκαιο με δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχετικά με το ελληνοτουρκικό ζήτημα.
Η ελληνική διπλωματία σε στενή συνεργασία με την πολιτική ηγεσία εκτιμά σήμερα, σύμφωνα με πληροφορίες των «Π», ότι η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου δεν αρκεί και ότι μια σειρά από ζητήματα είναι πλέον καιρός να πάρουν προτεραιότητα στην ελληνική ατζέντα:
α) Το θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια νότια της Κρήτης, με την Τουρκία να δηλώνει στα σοβαρά ότι η ελληνική μεγαλόνησος… δεν διαθέτει υφαλοκρηπίδα και με την Ε.Ε. να έχει χαρακτηρίσει «άκυρο και παράνομο» το τουρκολιβυκό σύμφωνο.
β) Η απαίτηση της Ελλάδας να αφαιρεθεί από την Τουρκία το «casus belli» εναντίον χώρας – μέλους της Ε.Ε., της Ελλάδας, ως στοιχειώδης προϋπόθεση της «αναβάθμισης» των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας και ειδικότερα μέσω νέας τελωνειακής ένωσης.
γ) Η «υπενθύμιση» εντός της Ε.Ε. ότι το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί ενωσιακό ευρωπαϊκό κεκτημένο και η αυθαίρετη παραβίασή του από την Τουρκία δεν είναι δυνατόν να απολαύει της ανοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και να μην αγγίζει τις ευρωτουρκικές σχέσεις. κινητικοτητα.
Η Αγκυρα προφανώς αντιλαμβάνεται ότι το 2021 η Ελλάδα είναι σαφώς σε θέση ισχυρότερη, πολιτικά και στρατιωτικά, από αυτήν που είχε το 2019-2020 και γι’ αυτό προσπαθεί να υψώνει, έως και σε βαθμό υστερίας, τους τόνους της φωνής του Ερντογάν και του Τσαβούσογλου.
Απέναντί τους οι «καθαρές» φωνές του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών, Ν. Δένδια, ακυρώνουν την τουρκική ρητορεία στη διεθνή σκηνή.
Είναι σαφές πλέον ότι η Αθήνα ετοιμάζεται να αναπτύξει διεθνώς μια έντονη κινητικότητα για τα παραπάνω θέματα, που όλα τους σχετίζονται με την
επιθετικότητα και τις διεθνείς αυθαιρεσίες του καθεστώτος Ερντογάν.
Η Αθήνα δυσκολεύει την Αγκυρα καταγγέλλοντας σε κάθε ευκαιρία τις επιθετικές πολιτικές του νεο-οθωμανικού αναθεωρητισμού του μεγαλομανούς εθνικιστή Ταγίπ Ερντογάν, που διεκδικεί προνομιακή επιρροή σε μια ευρεία γεωπολιτική σκηνή, από το Αιγαίο έως την Εγγύς Ανατολή, τη Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική.
Η Αθήνα έχει καταστήσει σαφές και σε Ευρωπαίους και σε Αμερικανούς συνομιλητές της ότι η Ελλάδα δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να αφήσει την Τουρκία «να περάσει από πάνω της», για να πετύχει τους ιμπεριαλιστικούς στόχους του φανατικού Ταγίπ Ερντογάν. Ούτε μπορεί να διεκδικεί «αναβάθμιση» ευρωτουρκικών σχέσεων η Αγκυρα, συνεχίζοντας να μην «αναγνωρίζει» μια χώρα-μέλος της Ε.Ε., την Κυπριακή Δημοκρατία.