Στόχο να «κρεμάσει» τα φετινά εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ το αργότερο ως τις 16 Σεπτεμβρίου, έχει η ΑΑΔΕ κι εφόσον όλα πάνε καλά, τότε η πρώτη δόση του φόρου θα πρέπει να καταβληθεί ως τις 30 Σεπτεμβρίου, δηλαδή μαζί με τη δεύτερη δόση του φόρου εισοδήματος.
Η σχετική εγκύκλιος, επί της ουσίας ενεργοποιεί τις πρόσφατες μειώσεις του φόρου, με τελικό αποτέλεσμα μια μεσοσταθμική ελάφρυνση κατά 21,72% όλων ανεξαιρέτως των ιδιοκτητών ακινήτων. Οι μειώσεις του φόρου υπολογίζονται ως εξής:
- α) για αξία ακίνητης περιουσίας μέχρι 60.000 ευρώ, κατά ποσοστό 30%
- β) για αξία ακίνητης περιουσίας μέχρι 70.000 ευρώ, κατά ποσοστό 27%
- γ) για αξία ακίνητης περιουσίας μέχρι 80.000 ευρώ, κατά ποσοστό 25%
- δ) για αξία ακίνητης περιουσίας μέχρι 1.000.000 ευρώ, κατά ποσοστό 20%
- ε) για αξία ακίνητης περιουσίας άνω του 1.000.000 ευρώ, κατά ποσοστό 10%.
Στη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας ΔΕΝ συνυπολογίζεται η αξία των δικαιωμάτων επί των γηπέδων εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, όπως ακριβώς προέβλεπε και η αντίστοιχη διάταξη της προηγούμενης κυβέρνησης, καθώς πολύ απλά οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ δεν μπορούν να υπολογίσουν την αξία των αγροτεμαχίων, λόγω ελλιπών στοιχείων. Αλλωστε, τα εκτός σχεδίου ακίνητα εξαιρούνται από το Συμπληρωματικό Φόρο, ο οποίος ως γνωστόν υπολογίζεται επί της συνολικής αξίας των ακινήτων, σε αντίθεση με τον Κύριο Φόρο, ο οποίος υπολογίζεται σε κάθε ακίνητο ξεχωριστά.
Ποιοι ωφελούνται από τις μειώσεις του ΕΝΦΙΑ; Όχι μόνο οι «μικροί», που ούτως ή άλλως καλύπτονταν κι από τη διάταξη της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά και οι «μεσαίοι», που θα έμεναν με άδεια χέρια. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι 474.000 ιδιοκτήτες με αξία ακίνητης περιουσίας μεγαλύτερη από 200.000 ευρώ, θα δουν μειώσεις φόρου, εξ ου και η αύξηση του δημοσιονομικού κόστους στα 465 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 200 εκατ. ευρώ παραπάνω από την αρχική πρόβλεψη.
Σύμφωνα με τη στατιστική ανάλυση του υπουργείου Οικονομικών:
- Η μείωση που θα δουν 7,2 εκατ. πολίτες με ακίνητη περιουσία από 1 έως 500.000 ευρώ αποτελεί το 86% της συνολικής ελάφρυνσης
- Οσοι έχουν ακίνητη περιουσία μέχρι 200.000 ευρώ θα έχουν το 67% της συνολικής ελάφρυνσης
- 1,3 εκατ. ιδιοκτήτες με αξία ακίνητης περιουσίας από 80.000 έως 200.000 ευρώ, θα έχουν μείωση φόρου από 90 μέχρι 170 ευρώ
- 14.841 ιδιοκτήτες με αξία ακίνητης περιουσίας άνω του 1 εκατ. ευρώ θα έχουν συνολική ελάφρυνση 22 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 1.480 ευρώ έκαστος κατά μέσο όρο.
Παραδείγματα
- Φορολογούμενος με Διαμέρισμα Α Ορόφου 110 τμ έτους κατασκευής 1980, στην ΙΖ Ζώνη του Δήμου Περιστερίου με αξία 55.440 ευρώ, το 2018 πλήρωσε ΕΝΦΙΑ 322,19 ευρώ, ενώ φέτος θα πληρώσει 225,53 ευρώ (Μείωση 96,66 ευρώ ή 30%)
- Φορολογούμενος με Διαμέρισμα Γ Ορόφου 110 τμ έτους κατασκευής 2005, στην Α Ζώνη του Δήμου Φυλής της Αττικής με αξία 76.230 ευρώ και πατρικό Μονοκατοικία 100 τμ στην Α Ζώνη του Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου κατασκευής 1970 και αξίας 39.690 ευρώ (Συνολική Αξία Περιουσίας 115.920 ευρώ, πέρσι πλήρωσε ΕΝΦΙΑ 665,54 ευρώ, ενώ φέτος θα πληρώσει 532,43 ευρώ (Μείωση 133,11 ευρώ ή 20%)
- Φορολογούμενος με Διαμέρισμα Δ Ορόφου 120 τμ έτους κατασκευής 2010, στην Α Ζώνη στο Δήμο Ηλιούπολης Αττικής αξίας 179.676 ευρώ και Εξοχικό Διαμέρισμα Α Ορόφου 80 τμ στην Β Ζώνη του Δήμου Ξυλοκάστρου Κορινθίας κατασκευής 2004 και αξίας 69.000 ευρώ και πατρική Μονοκατοικία 130 τ.μ. στην Δ Ζώνη του Δήμου Τρίπολης κατασκευής 1978 και αξίας 81.900 ευρώ (Συνολική Αξία Περιουσίας 330.576 ευρώ), πλήρωσε το 2018 1.543,92 ευρώ, ενώ φέτος θα πληρώσει 1.235,14 ευρώ (Μείωση 308,78 ευρώ ή 20%)
Ο ΕΝΦΙΑ του 2020
Και τι γίνεται με την επόμενη μείωση του ΕΝΦΙΑ; Στο δημοσιονομικό σχεδιασμό συμπεριλαμβάνεται η περαιτέρω ελάφρυνση του φόρου ακινήτων κατά 10%, ωστόσο το εάν αυτό συμβεί το 2020 ή αργότερα, θα κριθεί κατά τις κρίσιμες διαβουλεύσεις με τους Θεσμούς για τον Προϋπολογισμό του επόμενου έτους.
Η εξίσωση γίνεται, μάλιστα, ακόμα πιο δύσκολη, καθώς παραμένει η μεταμνημονιακή δέσμευση για εξίσωση των εμπορικών με τις αντικειμενικές αξίες. Με δεδομένο, δε, ότι η φετινή αναπροσαρμογή πήγε… περίπατο λόγω εκλογών- υποτίθεται ότι θα γινόταν την Άνοιξη- μένει να διευκρινιστεί εάν αυτή η επίπονη διαδικασία θα ολοκληρωθεί μέσα σε μια χρονιά, δηλαδή το 2020 ή θα «απλώσει» σε δύο χρόνια, όπως ήταν προγραμματισμένο.