Θεσμικός αυταρχισμός, πολιτική αλαζονεία και κατάχρηση εξουσίας αποτελούν το τρίπτυχο της τετραετίας της κυβέρνησης του Α. Τσίπρα. Στόχος του η εκτροπή της αστικής δημοκρατίας και η διαμόρφωση πολιτεύματος κομμένου και ραμμένου στα μέτρα του, αλά Μαδούρο.
Η συµπλήρωση µίας τετραετίας από την πρώτη εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας διακρίθηκε όχι µόνο για τη µοναδική, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αντιλαϊκή ενέργεια που καµία άλλη κυβέρνηση δεν χρεώθηκε, το κλείσιµο -δηλαδήτων τραπεζών και τα capital controls… Εχει να παρουσιάσει και µία επίδοση εσκεµµένων συνταγµατικών παραβάσεων και άλλων παρανοµιών και παρατυπιών σε βάρος των θεσµών, που αλλοιώνουν την υφή ενός δηµοκρατικού καθεστώτος.
«Η καλή µέρα από το πρωί φαίνεται» και γι’ αυτό τα πρώτα δείγµατα θεσµικού αυταρχισµού και κατάχρησης εξουσίας φάνηκαν νωρίς, σε πλαίσιο µάλιστα επιδεικτικής πολιτικής αλαζονείας. Πρώτο δείγµα συνταγµατικής εκτροπής είχαµε µε το αλλοπρόσαλλο δηµοψήφισµα του 2015, καθώς δεν ήρκεσε στην κυβέρνηση το περιεχόµενό του, που παρέπεµπε ευθέως, σύµφωνα µε τη γνώµη συνταγµατολόγων, σε παράβαση του Καταστατικού Χάρτη της χώρας.
Προχώρησαν και σε αυθαίρετη ερµηνεία του αποτελέσµατος του δηµοψηφίσµατος, που συνιστούσε ευθεία αλλοίωση της λαϊκής βούλησης έτσι όπως εκφράστηκε διά της δηµοψηφισµατικής ψήφου. Σηµειώνεται σχετικώς ότι δύο συνταγµατολόγοι, οι Ευ. Βενιζέλος και Ν. Αλιβιζάτος, είχαν χαρακτηρίσει τη συγκεκριµένη προσφυγή στον λαό συνταγµατική εκτροπή για ταυτόσηµη αιτία.
Ο Ε. Βενιζέλος θεώρησε ότι η γενεσιουργός αφορµή για το δηµοψήφισµα ήταν οικονοµική, καθώς εκαλείτο ο λαός να εγκρίνει ή όχι τα µέτρα τα οποία οι δανειστές απαιτούσαν για να αποφευχθεί ο κίνδυνος εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη (Σχέδιο Συµφωνίας των τριών θεσµών). Οµως, «απαγορεύεται η διεξαγωγή νοµοθετικού δηµοψηφίσµατος για δηµοσιονοµικά ζητήµατα». Και συµπλήρωνε ο κ. Βενιζέλος πως «κρίσιµο εθνικό θέµα (Σύνταγµα Αρθρ. 44, παρ. 2) είναι θέµα αναγόµενο στην ασφάλεια της χώρας και την εξωτερική πολιτική. Το περιεχόµενο της πρότασης του δηµοψηφίσµατος είναι απολύτως δηµοσιονοµικό. ∆εν υπάρχει εθνικό θέµα, µόνον ένας κατάλογος φορολογικών µέτρων». Αναλόγου περιεχοµένου ως προς την επιχειρηµατολογία περί συνταγµατικής εκτροπής είναι και οι απόψεις του καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου, ο οποίος σε άρθρο του έθεσε σοβαρά ζητήµατα νοµιµότητας. Κατά τον Ν. Αλιβιζάτο, «παρότι το δηµοψήφισµα θα διεξαχθεί για “κρίσιµο εθνικό θέµα” -και, συνεπώς, µπορεί καταρχήν να αφορά κάθε ζήτηµα µείζονος σηµασίας για το έθνος-, στη συγκεκριµένη περίπτωση θα είναι κατά 80%-90% δηµοσιονοµικού ενδιαφέροντος. Ερωτάται όµως µήπως βαπτίζοντας κρίσιµο εθνικό θέµα ένα κατεξοχήν δηµοσιονοµικό ζήτηµα η κυβέρνηση καταστρατηγεί τη συνταγµατική απαγόρευση».
∆εύτερη συνταγµατική παράβαση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ο νόµος για τις τηλεοπτικές άδειες. Θέµα στο οποίο σηµειώθηκε και η πρώτη παρέµβαση στο έργο της ∆ικαιοσύνης, όταν διά στόµατος του πρωθυπουργού, από τη ∆ΕΘ, επιχειρήθηκε να προκαταληφθεί η γνωµοδότηση του ΣτΕ για τη συνταγµατικότητα του σχετικού νόµου, καθώς ο Α. Τσίπρας είχε εκφράσει τη βεβαιότητα ότι η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου θα ήταν θετική. Ο πρωθυπουργός διαψεύστηκε, η Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας έκρινε τον Νόµο Παππά αντισυνταγµατικό, µη αφήνοντας µάλιστα περιθώριο διόρθωσής του από το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συµβούλιο.
Μια άλλη περίπτωση αντισυνταγµατικής ενέργειας της κυβέρνησης, την οποία ακύρωσε ως παραβαίνουσα το Σύνταγµα η αρµόδια δικαστική Αρχή, υπήρξε η απόπειρα ανανέωσης των συµβάσεων ορισµένου χρόνου χιλιάδων εργαζοµένων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, έτσι ώστε να µονιµοποιηθούν, στο πλαίσιο της γνωστής τακτικής δηµιουργίας δεξαµενής ψηφοφόρων στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα. Οπως άλλωστε είχε πει ο πρόεδρος της Ν.∆. για τη συγκεκριµένη υπόθεση, «στήνουν εµπόριο ελπίδας για ψηφοθηρικούς λόγους».
Η Ολοµέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου είχε οµοφώνως αποφανθεί ότι ήταν αντισυνταγµατικές οι παρατάσεις ισχύος των συµβάσεων ορισµένου χρόνου. Επρόκειτο για εφαρµογή των Νόµων Κατρούγκαλου και Σκουρλέτη και αφορούσε 30.000 συμβασιούχους στον τοµέα της καθαριότητας σε δήµους αλλά και στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα.
Στο ίδιο πλαίσιο παράνοµων προσλήψεων εντάσσεται και η απόφαση το 2016 της πρώην υπουργού ∆ιοικητικής Μεταρρύθµισης και νυν υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Ολγας Γεροβασίλη, για σειρά προσλήψεων στο ∆ηµόσιο, κατά παράβαση νόµων και συνταγµατικών κανόνων. Τριάντα τρεις µάλιστα βουλευτές της Ν.∆. είχαν καταθέσει ερώτηση προς την υπουργό, στην οποία επεσήµαιναν ότι η κυβέρνηση σε σχέση µε τις προσλήψεις παρεµβαίνει ευθέως σε εκκρεµείς δικαστικές υποθέσεις και απαξιώνει πλήρως το ΑΣΕΠ. Αφορµή είχε αποτελέσει «βιοµηχανία βουλευτικών τροπολογιών» για διορισµούς στο ∆ηµόσιο, χωρίς κανένα από τα κριτήρια που απαιτούσε ο νόµος.
ΜΝΗΜΕΙΑ ΠΡΟΣ ΕΚΠΟΙΗΣΗ
Συνταγµατική εκτροπή συνιστά και η µεταβίβαση µνηµείων της εθνικής πολιτιστικής κληρονοµιάς στο Υπερταµείο προς… εκποίηση. Οπως έχει επισηµάνει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, τα µνηµεία προστατεύονται από το Σύνταγµα και αποτελούν de facto ακίνητη περιουσία του ∆ηµοσίου, εκτός κάθε συναλλαγής. Και κατήγγειλε την επιχειρούµενη εκχώρηση της διαχείρισης όλων των µνηµείων, αρχαίων και νεοτέρων. Σηµειώνεται ότι η προστασία των αρχαιολογικών µνηµείων της Ελλάδας είχε θεσπιστεί ακόµη και επί µοναρχίας Οθωνα, το 1832 (ΚΝ 5351/1832). Το κράτος είναι θεµατοφύλακας της πολιτιστικής κληρονοµιάς, τόσο µε συγκεκριµένα άρθρα των Συνταγµάτων (Σ. 1975 Αρ. 18, παρ. 1 & 6, Σ. 1986 Αρ. 26, Σ. 2001 Αρ. 24, παρ. 1), όσο και µε ειδική νοµοθεσία. Μάλιστα, το Σύνταγµα του 2001 (Αρ. 24, παρ. 1) ενισχύει την προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς, καθώς αναγνωρίζεται και το δικαίωµα του κάθε πολίτη στην προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και διευρύνεται η δυνατότητα προσφυγής στη ∆ικαιοσύνη.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ
Μια διαρκή συνταγµατική παράβαση αποτελεί εξάλλου η υπονόµευση από την κυβέρνηση της διάκρισης των εξουσιών µε τις παρεµβάσεις της στη ∆ικαιοσύνη. Η προσπάθεια χειραγώγησης και πολιτικής εργαλειοποίησης της ∆ικαιοσύνης από την κυβέρνηση είναι συνεχής. Είναι τέτοιες και τόσες οι κυβερνητικές παρεµβάσεις στη ∆ικαιοσύνη -όπως επιβεβαιώνουν και οι κατά καιρούς επικριτικές ανακοινώσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων των δικαστών και των εισαγγελέων- ώστε οι αρµόδιοι τοµεάρχες ∆ικαιοσύνης και ∆ιαφάνειας της Ν.∆., Ν. Παναγιωτόπουλος και Κ. Καραγκούνης, σε ερώτησή τους προς τον υπουργό ∆ικαιοσύνης επισηµαίνουν ότι ανέρχονται σε 22 «τα επιµέρους αυτοτελή επεισόδια στην υλοποίηση του σχεδίου ποδηγέτησης της ∆ικαιοσύνης». Μερικά παραδείγµατα των περιπτώσεων αυτών:
Η άσκηση πειθαρχικού ελέγχου και έκπτωσή του από τη θέση του προϊσταµένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών επειδή είχε συγκαλέσει την Ολοµέλειά της µε θέµα «Εξωθεσµική παρέµβαση της προέδρου του Αρείου Πάγου στο αυτοδιοίκητο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών».
Η καταγγελία από την εισαγγελέα Εφετών Γ. Τσατάνη, µε αναφορά της στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για πιέσεις που της άσκησε ο αναπληρωτής υπουργός ∆ικαιοσύνης στην υπόθεση Βγενόπουλου.
Η παραίτηση δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ από µέλη της Ενωσης του ΣτΕ, µε υπονοούµενα για την αναβολή της διάσκεψης του δικαστηρίου για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, που αποφασίστηκε από τον πρόεδρο του ΣτΕ µε αιτιολογία το αρνητικό κλίµα των ηµερών στην κοινή γνώµη.
Η υποβολή παραίτησης της εισαγγελέως Εγκληµάτων ∆ιαφθοράς Ελένης Ράντου µε συγκεκριµένες καταγγελίες για «παράκεντρα εξουσίας και διαφθοράς», που στόχο έχουν τη συγκάλυψη διεφθαρµένων κρατικών λειτουργών.
Η αντιθεσµική παρέµβαση του (τότε) υπουργού Εθνικής Αµυνας Πάνου Καµµένου σε ποινική υπόθεση («Noor 1»), µε όρους παρακρατικής συµπεριφοράς. Η Νέα ∆ηµοκρατία είχε θέσει 15 ερωτήµατα, στα οποία δεν πήρε ποτέ απάντηση.
Ο χαρακτηρισµός, δηµοσίως, από τον Α. Τσίπρα της ∆ικαιοσύνης ως «θεσµικού εµποδίου».
Οι συνεχείς καταγγελίες τόσο από τους δικηγορικούς συλλόγους όσο και από τον παραιτηθέντα πρόεδρο του ΣτΕ, καθώς και τις δικαστικές Ενώσεις και τις Τακτικές Συνελεύσεις τους για τις συνεχείς παρεµβάσεις στο δικαστικό σύστηµα και για την υπονόµευση της ανεξαρτησίας της ∆ικαιοσύνης.
«Καντρίλιες» με πρόθυμους βουλευτές
Συμφώνως προς τον ∆ικηγορικό Σύλλογο Χαλκιδικής, στην κύρωση από τη Βουλή της Συµφωνίας των Πρεσπών έχει συντελεστεί συνταγµατική εκτροπή, διότι δεν τηρήθηκε το Αρθρο 28, παρ. 2 του Συντάγµατος. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι «για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συµφέρον και να προαχθεί η συνεργασία µε άλλα κράτη, µπορεί να αναγνωριστούν, µε συνθήκη ή συµφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισµών αρµοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγµα. Για την ψήφιση Νόµου που κυρώνει κ.λπ. απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέµπτων του όλου αριθµού των βουλευτών». Η κύρωση όµως έγινε µε απλή πλειοψηφία των 153 βουλευτών. Οµως ακραίο συνταγµατικό πραξικόπηµα µε αφορµή τόσο την κύρωση της Συµφωνίας των Πρεσπών όσο και την παροχή ψήφου εµπιστοσύνης στην κυβέρνηση της κοινοβουλευτικής µειοψηφίας, λόγω αποχώρησης των ΑΝ.ΕΛ. από τον κυβερνητικό συνεταιρισµό, αποτέλεσαν οι µεθοδεύσεις για την υφαρπαγή βουλευτών άλλων κοµµάτων, όπως και των ανεξαρτήτων. Κατ’ αρχάς, καταπατήθηκε απροκάλυπτα το Αρθρο 60, παρ. 1 του Συντάγµατος, το οποίο λέει ότι οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωµα γνώµης και ψήφο κατά συνείδησιν. Και τι είδαµε; Απειλές για κοµµατική πειθαρχία. Πολιτική συναλλαγή. ∆ιαγραφές από το κόµµα, γιατί ο βουλευτής ψήφισε αντίθετα από αυτό.
Οπως είπε χαρακτηριστικά ο Ευ. Βενιζέλος, ο Α. Τσίπρας διαµορφώνει ένα νέο σύστηµα διακυβέρνησης, τον ασπόνδυλο κοινοβουλευτισµό. «Εµφανίζονται βουλευτές που δηλώνουν ότι εξακολουθούν να ανήκουν σε µία Κοινοβουλευτική Οµάδα της αντιπολίτευσης, αλλά επιθυµούν να προσµετράται η ψήφος τους στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία µόνον έτσι συγκροτείται ως τέτοια… Ο εξευτελισµός θεσµών και προσώπων είναι πλήρης…». Από την άλλη πλευρά, ήταν σαφές ότι µε την αποχώρηση των ΑΝ.ΕΛ. από την κυβέρνηση, αυτή απώλεσε τη δεδηλωµένη. Υπ’ αυτήν την έννοια, όπως παρατηρεί ο καθηγητής και εργατολόγος Αλέξης Μητρόπουλος, δεν µπορεί µια κυβέρνηση που κατά το Σύνταγµα δεν υπάρχει, δεν υφίσταται και δεν είναι νόµιµα συγκροτηµένη, να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης. Κατά τον συνταγµατολόγο Α. ∆ηµητρόπουλο, η δήλωση του πρωθυπουργού ότι η κυβέρνησή του µπορεί να διατηρείται µε αµφισβητούµενη πλειοψηφία δεν είναι σύµφωνη προς τις συνταγµατικές ρυθµίσεις. Μη σύµφωνη δε προς το Σύνταγµα είναι επίσης η δήλωση ότι δεν οφείλει συνταγµατικά να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης και ότι προβαίνει στην ενέργεια αυτή µόνον από πολιτική προαίρεση.