Είναι φανερό, 30 ημέρες πλέον έπειτα από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, πως ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά ακόμα αντιπολιτευτικό προσανατολισμό, κάτι που έγινε εμφανές και από την αμήχανη παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις μέχρι την υπερψήφιση των προτάσεων για τον ΕΝΦΙΑ και τις 120 δόσεις.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τις τελευταίες ημέρες εμφανίζονται παράλληλα και διάφορων ειδών αντιπολιτευτικές αστοχίες.
Ο Γ. Μπάρκας προσπάθησε εμμέσως να κατηγορήσει τη σύζυγο του πρωθυπουργού ότι πήρε παραγγελία από δημόσιο φορέα για να λάβει την απάντηση ότι επρόκειτο για το ακριβώς αντίθετο, ήτοι για χορηγία εγκεκριμένη από την ίδια την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Ο Κ. Γαβρόγλου και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζονται το πανεπιστημιακό άσυλο, χωρίς να μπορούν να δώσουν μια πειστική εξήγηση γιατί δεν το προάσπισαν θεσμικά και πολιτικά ο για όσο καιρό ασκούσαν τα κυβερνητικά καθήκοντά τους.
Ο Π. Σκουρλέτης κατηγορεί για τις αλλαγές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όμως δεν απαντά στο γιατί ούτε αυτός ούτε η κυβέρνηση δεν πήραν έγκαιρα κάποια μέτρα για να αποφευχθούν χαοτικές καταστάσεις στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια.
Η Μ. Ξενογιαννακοπούλου θέλοντας να στηλιτεύσει τον συγκεντρωτισμό του πρωθυπουργού μίλησε ότι θέλουν κατάσταση «δυτικής πτέρυγας Λευκού Οίκου» παραβλέποντας ότι η βασική δουλειά της «δυτικής πτέρυγας» δεν είναι να διοικεί συγκεντρωτικά αλλά να διαπραγματεύεται διαρκώς με το Κογκρέσο και τα άλλα κέντρα εξουσίας των ΗΠΑ.
Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ χειροκρότησαν μαζικά την ομιλία του Π. Πολάκη, ιδίως εκεί όπου ανέδειξε τα σκάνδαλα που υποστήριξε ότι βρήκε στο χώρο της υγείας, αλλά δεν έχουν δώσει πειστικές εξηγήσεις είτε για την προνομιακή μεταχείριση του κ. Καλογρίτσα, ούτε για τη χρήση των χρημάτων της ΕΡΤ ως μέσου οικονομικής ενίσχυσης συγκεκριμένων ΠΑΕ.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και ορισμένες αψυχολόγητες κινήσεις όπως είναι για παράδειγμα η επιμονή σε ένα «καπνιστικό αντάρτικο» την ώρα που τα μέτρα κατά του καπνίσματος μάλλον έχουν κερδίσει τη συναίνεση της κοινωνίας.
Σε μεγάλο βαθμό όλα αυτά έχουν να κάνουν και με το βάρος της προηγούμενη κυβερνητικής θητεία.
Παρότι η επίσημη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων που πήρε ήταν αναγκαστικές επιλογές, υπό το βάρος της πίεσης των δανειστών, εντούτοις σε μεγάλο βαθμό τα στελέχη του προσπαθούν να υπερασπιστούν το σύνολο του κυβερνητικού έργου.
Αυτό γεννά ένα διπλό πρόβλημα. Από τη μια επιλέγουν να υπερασπιστούν μέτρα που σε μεγάλο βαθμό απέπνεαν μνημονιακές δεσμεύσεις περισσότερο παρά αριστερή στρατηγική, όπως ήταν για παράδειγμα το ασφαλιστικό που προετοίμασε ο κ. Κατρούγκαλος.
Από την άλλη, όποτε προσπαθούν να κάνουν πιο παραδοσιακή αριστερή κριτική οφείλουν να δώσουν και εξηγήσεις γιατί 4,5 χρόνια που κυβερνούσαν εφάρμοσαν στην πράξη μια πολιτική που θύμιζε πολύ περισσότερο τον «νεοφιλελευθερισμό».
Σε όλα αυτά προστίθενται και άλλες παράμετροι με πιο χαρακτηριστική τη διαρκή παραδοχή παραλείψεων στο κυβερνητικό έργο.
Είχαν εντοπίσει το πρόβλημα, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, με την τυπική δυνατότητα να δοθούν εξαιρετικά υψηλές συντάξεις, είχαν ετοιμάσει ειδική ρύθμιση, αλλά αυτή ποτέ δεν έφτασε στη Βουλή.
Διαμαρτύρονται για τις αλλαγές που κάνει η κυβέρνηση στους όρους της επένδυσης στο Ελληνικό, αλλά οι ίδιοι καθυστέρησαν να κάνουν το σύνολο των σχετικών υπουργικών αποφάσεων και άλλων θεσμικών ενεργειών, ώστε το έργο πραγματικά να ξεκινήσει με τους όρους που οι ίδιοι είχαν κρίνει σκόπιμους εξαρχής.
Κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δεν προωθεί έγκαιρα τους διορισμούς στην εκπαίδευση, όμως ούτε και επί ΣΥΡΙΖΑ είχαν γίνει οι αναγκαίες κινήσεις με αποτέλεσμα για άλλη μια χρονιά να πρέπει να γίνουν προσλήψεις αναπληρωτών για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα σχολεία.
Όλα αυτά διαπλέκονται με τα ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Και εδώ η επίσημη ρητορική δεν μπορεί να κρύψει το πραγματικό πρόβλημα της προσπάθεια να συνδυαστούν φαινομενικά ασύμβατα στοιχεία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να απομακρυνθεί από τον πυρήνα μιας ριζοσπαστικής αριστερής τοποθέτησης, υποστηρίζουν, όμως την ίδια στιγμή θέλει να είναι μια πλατιά προοδευτική παράταξη εκπροσωπώντας το μεγάλος σχηματισμό της κεντροαριστεράς και διεκδικώντας ρητώς και ευθέως να αποτελέσουν το ρόλο ενός νέου ΠΑΣΟΚ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κάνει εποικοδομητική και τεκμηριωμένη αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή, όμως ταυτόχρονα θέλει να δίνει και εικόνα κινηματικού χώρου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να κάνει ακόμη πιο μεγάλη διεύρυνση, κυρίως προς το χώρο του ΠΑΣΟΚ, αλλά την ίδια ώρα ο παραδοσιακός κομματικός μηχανισμός εξακολουθεί να θέλει να έχει την τελευταία κουβέντα.
Εάν τα λάβουμε όλα αυτά τοις μετρητοίς, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με επιχείρηση ανασυγκρότησης, αλλά μάλλον με απόπειρα τετραγωνισμού του κύκλου.
Όλα αυτά σχετίζονται και με μια άλλη παράμετρο: στον ΣΥΡΙΖΑ είναι πάρα πολύ ικανοποιημένοι από το ποσοστό των εκλογών.
Εντός μιας αναπόφευκτης και σαφώς προδιαγεγραμμένης από πολύ καιρό ήττας, κατάφεραν να έχουν ένα εκλογικό ποσοστό που τους κατοχυρώνει με τον πιο σαφή τρόπο ως την ηγετική δύναμη της αντιπολίτευσης και ως τα βασικό εκπρόσωπο του ευρύτερου κεντροαριστερού και προοδευτικού χώρου.
Αυτό, όμως, έχει ήδη αρχίσει να παράγει ένα συνδυασμό επανάπαυσης και αλαζονείας σε αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι τείνουν να θεωρούν αυτό το ποσοστό δεδομένο και επί της ουσίας μη αντιστρέψιμο.
Μόνο που με αυτό τον τρόπο παραβλέπουν μια πολύ σημαντική παράμετρο για την κομματική πολιτική σε καιρούς μεταβατικούς και με ρευστές πολιτικές ταυτότητες, όπως είναι η σημερινή: οι σχέσεις εκπροσώπησης δεν είναι δεδομένες, ούτε έχουν το βάθος και την αντοχή που είχαν όταν διαμορφώθηκαν οι πολιτικές και εκλογικές εκπροσωπήσεις των βασικών πολιτικών σχηματισμών.
Η πολιτική δεν είναι ένας χώρος που προσφέρεται για επανάπαυση. Ούτε μεγάλες περιόδους αναμονής…