Καθώς έχουμε μπει στην τελική ευθεία προς τις κάλπες είναι πλέον ευκρινείς οι διαφορές στη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επενδύει στη σύγκριση των δύο τετραετιών, προτάσσει τα επιτεύγματα της κυβέρνησης και τα αντιπαραβάλλει με τις φτωχές επιδόσεις της περιόδου Τσίπρα. Από την άλλη πλευρά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει στη σύγκρουση, θέλει να μετατρέψει την πολιτική σκηνή σε αρένα, βλέπει ότι χάνει την παρτίδα και θα επιδιώξει να «κουνήσει το τάβλι», όπως λένε και οι ταβλαδόροι.
Η προσπάθεια του Τσίπρα να επαναφέρει ένα σκηνικό έντασης παρόμοιο με εκείνο που επικρατούσε στα τέλη του 2014, όταν στην επικαιρότητα κυριαρχούσαν οι καταγγελίες του Χαϊκάλη για απόπειρα χρηματισμού του με σκοπό την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, οι οποίες αποδείχθηκαν αβάσιμες από την έρευνα της δικαιοσύνης, δεν μπορεί να φέρει καρπούς. Οχι μόνο γιατί η Ελλάδα του σήμερα δεν έχει σχέση με εκείνη του 2015, αλλά επιπλέον γιατί οι πολίτες γνώρισαν και πλήρωσαν ακριβά την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.
Ο Τσίπρας εγκλωβισμένος στον τοξικό και χωρίς επιχειρήματα πολιτικό του λόγο επιχειρεί να επαναφέρει τακτικές της αντιμνημονιακής περιόδου, έτσι όμως λειτουργεί ως «σκιάχτρο» στην υπηρεσία της Νέας Δημοκρατίας, κατά την εκτίμηση του πρωθυπουργικού επιτελείου, μιας και θυμίζει στους πολίτες την περίοδο των άκοπων υποσχέσεων που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση, πριν την εκλογική του νίκη το 2015. Και αυτή η εικόνα έκανε ίσως πιο εύκολο το δίλημμα που έθεσε ο κ. Μητσοτάκης από το Μόναχο: «Πρέπει να θυμίζουμε στους πολίτες ότι αν «καήκαμε» μία φορά το 2015 δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να «ξανακαούμε» το 2023. Πληρώσαμε, πάθαμε και μάθαμε. «Δεύτερη φορά στη συμφορά, ποτέ ξανά», τόνισε. Και για να είναι σαφέστερος, έθεσε το ερώτημα: «Είχατε 4 χρόνια Πρωθυπουργό Τσίπρα. Έχετε 4 χρόνια Πρωθυπουργό Μητσοτάκη. Ποιον θέλετε;».
Έπειτα από μία δεκαετία μνημονιακής περιπέτειας οι πολίτες θέλουν σταθερότητα, που κατά βάση προκύπτει από την εργασιακή ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη. Στο μέτωπο αυτό η υπεροχή του Μητσοτάκη είναι συντριπτική. Η αύξηση του ΑΕΠ κατά την περίοδο της Ν.Δ. είναι διπλάσια σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης όταν επί ΣΥΡΙΖΑ ήταν μόλις στο ¼. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι αυξημένο κατά 10 δισεκατομμύρια σε σύγκριση με το 2019 ενώ οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 48 δισ. όταν επί ΣΥΡΙΖΑ είχαν μειωθεί 11 δισ. Ο τζίρος των επιχειρήσεων ανεβαίνει σταδιακά ενώ εξαγωγές και επενδύσεις σπάνε ρεκόρ σε μηνιαία βάση.
Η Ελλάδα έχει μπει δυναμικά στον επενδυτικό χάρτη και η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις βρίσκεται μόλις ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα.
Οι πολίτες αντιλαμβάνονται και γνωρίζουν ότι στην οικονομία η σύγκριση Μητσοτάκη-Τσίπρα έχει καθαρό αποτέλεσμα. Για αυτό και το αποτέλεσμα της κάλπης θα βγάζει σταθερότητα, είναι το στοιχείο που έλειψε επί χρόνια και η αξία του είναι ανεκτίμητη για τη μέση οικογένεια αλλά και συνολικά για τη χώρα.
Οι μετριοπαθεί και λογικοί ψηφοφόροι το τελευταίο που επιζητούν είναι πολιτική ένταση επομένως δεν έχει πιθανότητες να αποδώσει η τακτική της τοξικής σύγκρουσης που έχει επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Ελλάδα κοιτάζει μπροστά, συγκρίνει θέσεις για τα μεγάλα προβλήματα, όπως είναι η ακρίβεια, αλλά δεν συγκινείται από κίβδηλους «ανένδοτους». Αρκετά οπισθοδρόμησε το καλοκαίρι του 2015, το πείραμα δεν πρόκειται να επαναληφθεί.