Βρισκόμαστε πλέον σε προεκλογική περίοδο, η οποία άτυπα έχει ξεκινήσει από το περασμένο καλοκαίρι. Απομένουν λιγότερες από 35 ημέρες έως τις κάλπες της 21ης Μαΐου, ενώ θα υπάρξουν και άλλες πέντε έξι εβδομάδες διαβουλεύσεων έως τις δεύτερες εκλογές του Ιουλίου. Ο πολιτικός χρόνος είναι αρκετός και η Νέα Δημοκρατία πρέπει να τα δώσει όλα για όλα προκειμένου να πετύχει ένα ισχυρό ποσοστό και να θέσει τςι καλύτερες δυνατές βάσεις για να πετύχει σε δεύτερη φάση το στόχο της αυτοδυναμίας.
Αδιαμφισβήτητα η χώρα δεν έχει και την πολυτέλεια για μετεκλογική αστάθεια. Για αυτό είναι πολύ κρίσιμο το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης της 21ης Μαΐου. Δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για χαλαρότητα ούτε για αποστασιοποίηση από το πολιτικό σύστημα γενικότερα, καθώς θα έχουν διαμορφωθεί οι ισορροπίες που θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό και την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις δεύτερες κάλπες.
Η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός ξεκάθαρα ζητά να λάβει όσο το δυνατόν υψηλότερο ποσοστό στις πρώτες εκλογές, προκειμένου αυτό να λειτουργήσει ως πλατφόρμα για αυτοδυναμία στις δεύτερες. Οι αμφίσημες θέσεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος πότε απορρίπτει τον αρχηγό του πρώτου κόμματος για τη θέση του πρωθυπουργού και πότε αυτοπροτείνεται, είναι βέβαιο ότι λειτουργούν ως πηγή αστάθειας, και αυτό θα συνεκτιμηθεί από το εκλογικό σώμα.
Οσον αφορά στον ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει ότι επιστρέφει στην πολιτική της υπερφορολόγησης και της ισοπέδωσης της μεσαίας τάξης, μαζί με ένα μίγμα Πολακισμού και ακραίας ρητορικής τύπου 2015.
Στην προεκλογική κούρσα καλό είναι η κομματική αντιπαράθεση να στραφεί στα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες και σε αυτό το μέτωπο η προγραμματική υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας είναι σαφής έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, που με τη στάση του επιχειρεί να θολώσει το πολιτικό τοπίο παρά να μιλήσει για καθαρές προτάσεις. Για τους λόγους αυτούς οι πρώτες κάλπες έχουν ακόμα μεγαλύτερη κρισιμότητα.