Τι έπεται για τη συνέχεια – Ανάπτυξη, σταθερότητα και σοβαρότητα έφεραν την αναβάθμιση
Για τουλάχιστον μια δεκαετία οι ξένοι Οίκοι δεν ήθελαν να ακούσουν ξανά το όνομα «Ελλάδα», σβήνοντας τη χώρα από τον χάρτη των Επενδύσεων. Δεκατρία χρόνια παρέμειναν τα ελληνικά ομόλογα μέσα στην υποβάθμιση και στην κατηγορία “junk” (σκουπίδια). Αλλά μέσα σε ένα ζοφερό οικονομικό περιβάλλον παγκοσμίως -και με πόλεμο στην Ευρώπη- η Ιστορία τώρα γράφεται ανάποδα: ο Καναδικός Οίκος DBRS Morngingstar αποτολμά να γίνει ο πρώτος μεγάλος διεθνείς Οίκος, που αναβαθμίζει την ελληνική Οικονομία ξανά στην «Α΄Εθνική» των αγορών.
Δύο… καλύτερα από έναν!
Χωρίς θριαμβολογίες, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης δήλωσε χθες πως «σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την πατρίδα μας, σε μια στιγμή που η σκέψη όλων μας είναι στα θύματα των άνευ προηγουμένου φυσικών καταστροφών και τις οικογένειές τους, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια, είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη για τη χώρα μας…. Σημαίνει επίσης περαιτέρω βελτίωση των όρων δανεισμού, μεγαλύτερες επενδύσεις στη χώρα, ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας».
Ο άμεσος αντίκτυπος της αναβάθμισης από έναν Οίκο που είναι αναγνωρισμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα ανακοινώσει μικρότερο “κούρεμα” στα ελληνικά ομόλογα. Η αναβάθμιση μειώνει αυτομάτως τα haircuts της ΕΚΤ των ελληνικών ομολόγων κατά 40% κατά μέσο όρο και εξασφαλίζει τη μελλοντική συμπερίληψή τους σε όλες τις πράξεις του ευρωσυστήματος, χωρίς να εξαρτώνται πλέον από την παροχή κάποιου διακριτική «εξαίρεση» (waiver).
Ωστόσο η κυβέρνηση δεν αρκείται σε αυτό: επόμενος στόχος της είναι να μην μείνει μόνο ένας, αλλά να γίνουν δύο τουλάχιστον οι Οίκοι αξιολόγησης που «ψηφίζουν Ελλάδα» για την επενδυτική βαθμίδα. Γιατί το μήνυμα τότε γίνεται…. ισχυρό προσκλητήριο στα μεγάλα διεθνή κεφάλαια, για να επενδύσουν ξανά άφοβα όχι μόνον σε ομόλογα, αλλά και στην ελληνική οικονομία γενικότερα! Για αυτό στρέφει από τώρα την προσοχή της στις επόμενες αξιολογήσεις, από την S&P στις 20 Οκτωβρίου και την Fitch την 1η Δεκεμβρίου –καθώς η επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα βρίσκεται μόλις ένα βήμα μακριά στις αξιολογήσεις και των δύο οίκων- χωρίς να παραβλέπει κανείς όμως και την αξιολόγηση της Mooody’s που έχει «ξεχάσει» την Ελλάδα τρία σκαλοπάρια κάτω από την επενδυτική κατηγορία.
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνει σε ανάλυσή της και η Ιανπωνική Nomura, η πρώτη αξιολόγηση στην επενδυτική βαθμίδα θα οδηγήσει την Ελλάδα στην ένταξη στον FTSE/iShares, ενώ η δεύτερη στους δείκτες Bloomberg.
“Τι είδε ο Καναδός”
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, κλιμάκιο της DBRS βρισκόταν στην Αθήνα και πέρασε από «ψιλό κόσκινο» τα οικονομικά στοιχεία της χώρας. Και φαίνεται πως αν δεν υπήρχε φέτος η διπλή εκλογική αναμέτρηση το καλοκαίρι, το θρίλερ της αναβάθμισης θα είχε τελειώσει πολύ νωρίτερα για τη χώρα.
Σε λίγες σελίδες και με γλαφυρό τρόπο, οι συντάκτες της Έκθεσης αξιολόγησης εξηγούν τι συνέβη και η DBRS Ratings (DBRS Morningstar) αναβάθμισε της Ελληνικής Δημοκρατίας από BB (υψηλό) σε BBB (χαμηλό).
Μεταξύ άλλων, οι ίδιοι επισημαίνουν –επί λέξει:
· «Η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη της DBRS Morningstar ότι, σύμφωνα με το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική ευθύνη»
· « Τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια δεν εμπόδισαν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να φτάσει σε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022. Αναμένεται πλεόνασμα 1,1% φέτος και 2,1% το 2024».
· «Από την κορύφωσή του το 2020, ο δείκτης δημόσιου χρέους έχει υποχώρησε κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), εκ των οποίων οι 23 π.μ. πέρυσι, επωφελούμενοι από τη δημοσιονομική αποκατάσταση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ».
· «Η μεγάλη βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του χρέους ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή ενός συνετού δημοσιονομικού σχεδίου, που οδηγεί στην αναβάθμιση της αξιολόγησης».
· «Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες το 2022, η ελληνική οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα, σημειώνοντας ανάπτυξη 5,9% με επίσης συνεχείς βελτιώσεις στην αγορά εργασίας, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις και την ανάκαμψη στον τουριστικό τομέα»
· «Καθώς το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP ή Ελλάδα 2.0) συνεχίζει να εφαρμόζεται, οι επενδύσεις θα παραμείνουν σημαντική πηγή ανάπτυξης, παρότι υπάρχουν εξωτερικοί καθοδικοί κίνδυνοι».
· «Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Σχέδιο Ανάκαμψης (RRP) , το οποίο συνίσταται σε μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και τις επενδύσεις, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της στη ζώνη του ευρώ».
· «Η DBRS Morningstar πιστεύει ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη».
Η DBRS προαναγγέλλει μάλιστα και επόμενες αναβαθμίσεις, «εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός από τα παρακάτω:
(1) συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις,
(2) διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική ευθύνη για μείωση του δημόσιου χρέους
Αντιθέτως προειδοποιεί για κίνδυνο υποβάθμισης, αν συντρέξει ένας τουλάχιστον από τους παρακάτω λόγους:
(1) παρατεταμένη χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε μια διαρκή ανοδική τάση,
(2) αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (δηλαδή πχ στη φορολογία, στο ασφαλιστικό και τις συντάξεις),
(3) τυχόν νέα αστάθεια του χρηματοπιστωτικού-τραπεζικού τομέα.
Ωστόσο, όπως τονίζει στην έκθεσή της η DBRS:
· «Η νέα κυβέρνηση διασφαλίζει τη συνέχεια της πολιτικής (…) Το εκλογικό αποτέλεσμα φέρνει μια άλλη περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα και εξασφαλίζει τη συνέχεια της πολιτικής». Η DBRS παραπέμπει μάλιστα και σε σχετική ανάλυση για το Εκλογικό Αποτέλεσμα και της εξσαφάλισης Πολιτικής Συνέχειας (www.dbrsmorningstar.com/research/416453/greece-election-result-secures-policy-continuity).
· «η πολιτική ατζέντα της νέας κυβέρνησης ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τις προσδοκίες. Επιπλέον, η νέα κυβέρνηση αναμένεται να παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι το χρέος θα μειωθεί στο 162,6% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 και στο 135,2% μέχρι το τέλος του 2026».
· Η αύξηση των επενδύσεων οδηγεί την οικονομική ανάπτυξη: «Το 2021, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,4%, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων και των εξαγωγών, καθώς και από τη συσσωρευμένη ιδιωτική κατανάλωση. Η οικονομία παρέμεινε ισχυρή το 2022 σημειώνοντας αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ 5,9% λόγω των συνεχιζόμενων βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και των μέτρων κρατικής στήριξης. Φέτος, η ανάπτυξη προβλέπεται να συγκρατηθεί, αν και θα ξεπεράσει το 2,0%, καθώς τα σταθερά έσοδα από τον τουρισμό και η επιτάχυνση της επενδυτικής δραστηριότητας θα στηρίξουν την οικονομία. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023, η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% φέτος, κυρίως λόγω των επενδύσεων. Υποστηριζόμενες επίσης από τα Ταμεία Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), οι επενδυτικές δαπάνες αυξάνονται από το 2019, αυξάνοντας το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ από 10,7% σε 13,7% στο τέλος του 2022. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η εφαρμογή των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων έχει ενισχύσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας».
· «Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πλήρως τα δάνειά της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και προπλήρωσε 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (δάνεια GLF) το 2022. Μια περαιτέρω πρόωρη αποπληρωμή αναμένεται μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να συνδυάζει πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ»
· « Τα σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα, ύψους περίπου 35 δισεκατομμυρίων ευρώ συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην αγορά. Αυτά τα αποθεματικά, συνδυάζονται με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνοντας έτσι σημαντικά τους κινδύνους (…) Η δημοσιονομική ευθύνη και η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη είναι βασικά στοιχελια για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.
Από την άλλη πάντως, παρότι η DBRS διαπιστώνει σημαντική πρόοδο στη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων («κόκκινων») δανείων, προειδοποιεί ότι «τα υψλά επιτόκια θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ικανότητα αποπληρωμής των οφειλετών»…