To 92% των συμμετεχόντων σε έρευνα της ICAP είναι πτυχιούχοι – Σχεδόν 4 στους 10 δηλώνουν ότι δεν σκέφτονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα
Σε χαρτογράφηση των Ελλήνων που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο στο εξωτερικό προχώρησε για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά η εταιρεία ICAP.
Όπως φαίνεται από τις απαντήσεις των 1.068 Ελλήνων εργαζομένων σε 61 χώρες, η πλειοψηφία τους είναι εξαιρετικά μορφωμένοι (53% κάτοχοι μεταπτυχιακού, 20% πτυχιούχοι και 8% διδάκτορες) ενώ ως βασικότερες αιτίες αναχώρησης ονοματίζουν την έλλειψη αξιοκρατίας/διαφάνειας (44%) και την οικονομική κρίση/αβεβαιότητα (36%).
Σχεδόν 4 στους 10 απαντούν, μάλιστα, κατηγορηματικά ότι δεν σκοπεύουν ποτέ να επιστρέψουν στην Ελλάδα με μόλις το 36% να απαντά ότι συμμετέχει σε δράσεις για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας.
«Πρωτιά» στη μετανάστευση έχουν οι άνδρες (64%) ενώ σε επίπεδο ηλικίας το 31% είναι άνω των 41 ετών, 19% είναι από 36-40 ετών, 25% είναι από 31-35 ετών, 19% από 26-30 ετών και 6% από 18-25 ετών.
Οι μισοί από τους συμμετέχοντες στην έρευνα είναι ανύπαντροι, ένα 16% παντρεμένοι και ένα 29% έχει και παιδειά.
Ενδιαφέρον έχει επίσης το στοχείο ότι από όσους συμμετείχαν στην έρευνα του 2017, μόλις το 13% επέστρεψε στην Ελλάδα και αυτό κυρίως για να φροντίσει τους ηλικιωμένους γονείς του ή να δημιουργήσει οικογένεια σε ελληνικό περιβάλλον.
Ένας στους δύο απαντά, ακόμα, ότι ένα πιθανό κίνητρο επιστροφής στην πατρίδα θα ήταν ένα αντίστοιχο ή καλύτερο επίπεδο αποδοχών από αυτό που έχουν στο εξωτερικό και ακολουθούν ως απαντήσεις το εύκρατο κλίμα, η βελτίωση της οικονομίας και η αναγνώριση της εργασιακής εμπειρίας του εξωτερικού.
Οι περισσότεροι εργάζονται ως υπάλληλοι (43%) αλλά υπάρχει και ένα 23% που είναι πλέον προϊστάμενοι, 10% ανώτατα στελέχη και 10% διευθυντές με ένα 13% να έχει αποδοχές πάνω από 100.000 ευρώ το χρόνο.
Οι κυριότεροι κλάδοι όπου απασχολούνται είναι η πληροφορική, ο κατασκευαστικός/ενεργειακός και ο τραπεζοασφαλιστικός. Ακολουθούν εκπαίδευση και υπηρεσίες υγείας.
Κατά την παρουσίαση της έρευνας ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) Άκης Σκέρτσος σχολίασε ότι η εξίσωση απλά δε βγαίνει όσο συνεχίζουμε να έχουμε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να συντηρούμε ένα εχθρικό περιβάλλον προς τους νέους και τις επιχειρήσεις με αναξιοκρατία, κακούς θεσμούς, αναποτελεσματική παιδεία και υψηλούς φόρους στην παραγωγή και την εργασία. Σημείωσε ότι, προς το παρόν μετράμε τους ανθρώπους που φεύγουν από τη χώρα μας και όχι το αντίστροφο ενώ παράλληλα, κινδυνεύουμε να γίνουμε σταδιακά μια χώρα γερόντων, χωρίς οικονομικό δυναμισμό. Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε άμεσα πρωτοβουλίες για μαζικές επενδύσεις και δράσεις ώστε ο πληθυσμός της χώρας να αυξηθεί σημαντικά μέχρι το 2030.
Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε: “Στο μείζον θέμα του brain drain είναι προτιμότερο να μιλάμε με συγκεκριμένα παραδείγματα που αναδεικνύουν τους πρακτικούς λόγους που διώχνουν από τη χώρα μας τα καλύτερα μυαλά που διαθέτουμε. Αναφέρομαι φυσικά στην υπερφορολόγηση της εργασίας. Αν συγκρίνουμε λοιπόν έναν μισθωτό με μηνιαίο καθαρό εισόδημα ~1730 ευρώ/μήνα στην Ελλάδα και την Κύπρο, θα διαπιστώσουμε ότι οι φόροι και οι εισφορές που αποδίδει στο Κυπριακό κράτος αποτελούν μόλις το 14% του μικτού μισθού του ενώ στο Ελληνικό το 45%! Ο ίδιος εργαζόμενος «κοστίζει» δηλαδή σε μια Κυπριακή επιχείρηση 24.157 ευρώ ετησίως, ενώ σε μια Ελληνική επιχείρηση 37.518 ευρώ. Συνεπώς έχουμε τέσσερα “κρατούμενα” για τους φίλους Κύπριους: καλύτερα αμειβόμενους εργαζόμενους, πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, πιο ανταποδοτικές δημόσιες υπηρεσίες και ένα συνολικά πιο ελκυστικό κράτος για ξένες και εγχώριες επενδύσεις. Η μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας ώστε να υπάρξει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των Ελληνικών επιχειρήσεων, αποτελεί μείζονα προτεραιότητα για περισσότερες επενδύσεις, νέες θέσεις απασχόλησης και επαναπατρισμό των άξιων Ελλήνων και Ελληνίδων που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μας στα δύσκολα χρόνια της κρίσης.»