Ακόμα ένα εξαιρετικά δύσκολο σαββατοκύριακο πέρασαν στο Μαξίμου, καθώς ακόμα μία δημοσκόπηση -«χαστούκι» για το κυβερνών κόμμα επιβεβαιώνει το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στην κοινωνία.
Εξετάζοντας μάλιστα πιο αναλυτικά τα στοιχεία της δημοσκόπησης της MARC για λογαριασμό του «ΘΕΜΑτος» και η οποία επιβεβαιώνει τις ανάλογες τάσεις που κατέγραψαν όσες μετρήσεις προηγήθηκαν (από την Alco στο OPEN και την MRB στο STAR), φαίνεται ξεκάθαρα, και σε μετρίσιμα μεγέθη, ότι επτά στους δέκα Ελληνες (70,9% επί του συνόλου) αισθάνονται ότι διάγουμε μια κακή περίοδο, εν αντιθέσει με το 28% των ερωτηθέντων που θεωρούν ότι βρισκόμαστε σε μια καλή περίοδο.
Τα ευρήματα αυτά μπορούν να συσχετιστούν και με τα κριτήρια που δηλώνουν οι πολίτες ότι θα βαρύνουν στην εκλογική τους συμπεριφορά στις βουλευτικές κάλπες και στην πλειοψηφία μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι αντιστρατεύονται την κυβερνητική ατζέντα.
Ειδικότερα, το 44,1% απαντά ότι στην ψήφο του θα βαρύνει περισσότερο η οικονομία της χώρας, το 20,3% τα εθνικά θέματα (Μακεδονικό, Ελληνοτουρκικά κ.λπ.), το 15,6% η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους και το 8,9% η ασφάλεια των πολιτών.
Χρειάζεται να πάει κανείς στην πέμπτη θέση της κατάταξης για να βρει ένα θέμα που συνάδει με την επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης και είναι η πάταξη της διαφθοράς, με το πρόσχημα της οποίας διώκονται πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης και προκαλούνται συνεχείς αντιπερισπασμοί που όμως συγκινούν μόνο το 5,5% των πολιτών.
Επιπλέον σύμφωνα με τα στοιχεία της δημοσκόπησης, σε μπούμερανγκ για την κυβέρνηση φαίνεται να εξελίσσεται η στρατηγική της «χαλαρής ευρωψήφου» στην οποία δείχνει να επενδύουν το Μέγαρο Μαξίμου και η Κουμουνδούρου σε μια προσπάθεια να παρατείνουν την παραμονή τους στην εξουσία για μερικούς ακόμη μήνες.
Η σύμπτωση των ευρωεκλογών με τις τοπικές εκλογές που, έπειτα από πολλές παλινωδίες, αποφάσισε η κυβέρνηση, όπως και η καθιέρωση της απλής αναλογικής σε δήμους και περιφέρειες με στόχο να πληγεί η αξιωματική αντιπολίτευση μέσω της διάσπασης των δυνάμεών της, οδηγεί, εντέλει, στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Ολα δείχνουν ότι η υποτιθέμενη «χαλαρή ψήφος» στην αναμέτρηση για τις ευρωπαϊκές εκλογές πλήττει κυρίως το κυβερνών κόμμα, με αποτέλεσμα η ψαλίδα της διαφοράς ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ όχι απλώς να ανοίγει, αλλά να είναι και μεγαλύτερη από εκείνη που καταγράφεται στην πρόθεση ψήφου της βουλευτικής κάλπης.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, από τις 9,1 ποσοστιαίες μονάδες που είναι το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές, στις ευρωεκλογές αυξάνεται στις 10,8 μονάδες.
Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι η επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωκάλπες είναι μειωμένη κατά 2,6% σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές.
Ενώ η συσπείρωση της Νέας Δημοκρατίας διατηρείται σχεδόν στα ίδια επίπεδα -υπολείπεται μόλις 0,9% στις ευρωκάλπες- και με βάση τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται διεκδικεί βασίμως την κυβερνητική αυτοδυναμία.
Στην πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων το προβάδισμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταγράφεται στο 9,9%. Και με αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων, που είναι στο 11%, προκύπτει ότι η Νέα Δημοκρατία μπορεί να καταλάβει κατ’ ελάχιστον 152 έδρες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εκλέξει 72 βουλευτές, το Κίνημα Αλλαγής 22, η Χρυσή Αυγή 19 και το ΚΚΕ 17.
Η γαλάζια αυτοδυναμία δεν απειλείται ακόμη και στην περίπτωση που η επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση θα είναι επτακομματική, καθώς η Ενωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη και η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου βρίσκονται στο όριο της υπέρβασης του 3%, που είναι προϋπόθεση για το εισιτήριο στη Βουλή.
Από τους υπόλοιπους σχηματισμούς που διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο, ουδείς άλλος καταγράφει δυναμική τέτοια που να του δίνει βάσιμες ελπίδες είτε για την εκλογή βουλευτών είτε για την κατάληψη έδρας στο Ευρωκοινοβούλιο, καθώς και το εκλογικό μέτρο για την ανάδειξη ευρωβουλευτή είναι 4,67% και σε κάθε περίπτωση απαιτείται υπέρβαση του κατωφλιού του 3%.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα που παρουσιάζει μεγαλύτερη κάμψη στην απήχησή του στις ευρωεκλογές. Ενώ δεν περνά απαρατήρητη η εξαφάνιση των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Πάνου Καμμένου, που φαίνεται να μην ξεπερνούν το 1% ούτε στη μία, ούτε στην άλλη κάλπη.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πολύ χαμηλή πτήση που κάνει το Ποτάμι, συγκεντρώνοντας 1,1% και στις δύο κάλπες. Οπως και οι ισχνές επιδόσεις των σχηματισμών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, καθώς η Λαϊκή Ενότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου μόλις και μετά βίας προσεγγίζουν το 1% στην πρόθεση ψήφου των βουλευτικών εκλογών με αναγωγή επί των εγκύρων.
Το ίδιο συμβαίνει, αλλά μόνο στην ευρωκάλπη, με τους (μάλλον απροσδιόριστους) Οικολόγους, που με αναγωγή επί των εγκύρων πιάνουν το 1% και διαφοροποιούνται από την κατηγορία «Αλλο κόμμα» στην οποία κατατάσσονται οι προτιμήσεις σε σχηματισμούς που δεν συμπληρώνουν ολόκληρη εκατοστιαία μονάδα.
Το ΚΙΝ.ΑΛ. πιο κοντά στην τρίτη θέση
Στην πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων για τις ευρωεκλογές η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει 31,7% και προηγείται κατά 11,6 μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ, που συγκεντρώνει 20,1%.
Στη μάχη για την τρίτη θέση και σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας για την τρίτη εντολή, το Κίνημα Αλλαγής παίρνει προβάδισμα με 7,2%, αφήνοντας πίσω τη Χρυσή Αυγή με 5,8% και το ΚΚΕ με 5,1%. Ολα τα υπόλοιπα κόμματα εμφανίζουν χαμηλές επιδόσεις που τα κρατούν μακριά από τον στόχο διεκδίκησης ευρωέδρας.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελπίδες όλων επαφίενται στην προσέλκυση των αναποφάσιστων που κυμαίνονται σε υψηλό επίπεδο (19,2%) και θα αποτελέσουν το μήλον της Εριδος για όλους: οι μονομάχοι της κορυφής για το εύρος του προβαδίσματος, οι μικρομεσαίοι για την τρίτη θέση και οι μικροί για την εκλογή ευρωβουλευτή.
Oι αναποφάσιστοι είναι σαφώς λιγότεροι όταν διερευνάται η ψήφος για τις εθνικές εκλογές. Η μείωση των αναποφάσιστων έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύονται σχεδόν όλα τα κόμματα, χωρίς, ωστόσο, να αλλάζει η σειρά κατάταξής τους.
Οι εναπομείναντες στη σφαίρα της αμφιταλάντευσης προέρχονται κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ (31%), αλλά δεν είναι ευκαταφρόνητα και τα ποσοστά από άλλους χώρους (Ν.Δ. 11,5%, Ποτάμι 4,9%, αλλά και όσοι δεν ψήφισαν στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση16,4%).
Τόσο η Νέα Δημοκρατία, που συγκεντρώνει στην πρόθεση ψήφου 30,3% (+1,2% από τον περασμένο Ιανουάριο), όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, που φτάνει στο 21,2% (+0,2%), κατακτούν τα υψηλότερα ποσοστά της τελευταίας διετίας που έχουν βρεθεί σε μέτρηση της Marc.
Αντίστοιχη εικόνα παρατηρείται και στην αξιολόγηση των δύο μονομάχων για την πρωθυπουργία. Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει limit up στις απαντήσεις για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, φτάνοντας στο 45,7%. Σε άνοδο είναι και ο Αλέξης Τσίπρας, που προτιμάται από το 31,9% και έτσι η μεταξύ τους διαφορά είναι στις 13,8 μονάδες.
Ο νυν πρωθυπουργός επιλέγεται από το 64,1% όσων στις προηγούμενες εκλογές ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και προσελκύει το 6,2% των Νεοδημοκρατών και το 24,3% όσων επέλεξαν άλλα κόμματα. Ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει μαζί του το 87,6% των γαλάζιων ψηφοφόρων και προσελκύει το 15,8% όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και το 45% αυτών που επέλεξαν άλλο κόμμα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι μεγαλώνει ακόμη περισσότερο το ήδη υψηλό προβάδισμα που διαθέτει σταθερά η Ν.Δ. στην παράσταση νίκης. Τρεις στους τέσσερις πολίτες (74,8%) εκτιμούν ότι αν γίνουν βουλευτικές εκλογές η αξιωματική αντιπολίτευση θα κόψει πρώτη το νήμα της κάλπης και μόλις το 15,9% θεωρεί ότι μπορεί να αναδειχθεί νικητής το κυβερνών κόμμα.
Τα δυσμενή για το κυβερνητικό στρατόπεδο ευρήματα της μέτρησης δεν είναι προφανώς άσχετα με την υψηλή απαισιοδοξία που εκπέμπουν οι απαντήσεις στο ερώτημα για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα έπειτα από τέσσερα χρόνια συριζαϊκής διακυβέρνησης.