Παράθυρο για φοροελαφρύνσεις αφήνει ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας
«Το 2019 πιάνουμε με ασφάλεια τον στόχο για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Αν υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος, προτεραιότητά μας είναι, ανάλογα και με τις εξελίξεις, να ενισχύσουμε το επίδομα πετρελαίου θέρμανσης.
Το 2020 οι μειώσεις των φόρων στα χαμηλά εισοδήματα, στα κέρδη των επιχειρήσεων και στα μερίσματα, μαζί με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που σχεδιάζουμε, θα ανέλθουν σε 1,2 δισ. ευρώ».
Αυτά τονίζει σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, ο οποίος υπογραμμίζει ότι «η μείωση των φορολογικών βαρών στα εισοδήματα θα γίνει βήμα-βήμα, με ταυτόχρονη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και μέτρα για βελτίωση της φορολογικής συνείδησης».
Ο υπουργός έχει ανοιχτό διάλογο με τους θεσμούς που ήδη έχουν ξεκινήσει τον τέταρτο μεταμνημονιακό έλεγχο της οικονομίας και εκφράζει την αισιοδοξία του ότι «θα βρεθεί τρόπος προκειμένου να αυξηθεί ο δημοσιονομικός χώρος», ώστε να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη της οικονομίας.
«Κλειδί» ασφαλώς αποτελεί η «επιστροφή των τραπεζών» στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Και αναγγέλλει ότι «για τον λόγο αυτόν η κυβέρνηση προχωρεί άμεσα στην υλοποίηση του μοντέλου εγγύησης του Δημοσίου σε τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία».
Απαντώντας σε ερώτηση για τα πλεονάσματα, ο κ. Σταϊκούρας διαμηνύει: «Ο στόχος μας σε ό,τι αφορά την αναγκαία δημιουργία δημοσιονομικού χώρου δεν αλλάζει. Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων βρίσκεται στον πυρήνα της στρατηγικής μας.
Το ζήτημα είναι πώς αυτός προσεγγίζεται. Εμείς έχουμε σχεδιάσει συγκεκριμένο οδικό χάρτη. Τα πρώτα βήματα εξελίσσονται ομαλά. Το οικονομικό επιτελείο και η κυβέρνηση ευρύτερα, διαμορφώνουν, μεθοδικά και τεκμηριωμένα, τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για την οριστική αντιμετώπιση τόσο της μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος όσο και του ζητήματος των ANFAs και SMPs, προκειμένου αυτά τα έσοδα να διατεθούν σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Η διαπραγμάτευση εξελίσσεται σύμφωνα με τον σχεδιασμό, ώστε να έχουμε θετικές εξελίξεις στο πεδίο του δημοσιονομικού χώρου το 2020».
«Με την πολιτική μας επιδιώκουμε να διαμορφώσουμε τους παράγοντες που, ως ανεξάρτητες μεταβλητές, επιδρούν στη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Εμείς προτάσσουμε ως βασική ερμηνευτική μεταβλητή τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, η οποία βεβαίως γνωρίζουμε ότι δεν διατάσσεται.
Προκύπτει ως αποτέλεσμα βελτίωσης σειράς παραγόντων, μεταξύ των οποίων είναι η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής στην κατεύθυνση σταδιακών μειώσεων φορολογικών συντελεστών σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, η υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που βελτιώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, και η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Επίσης, βασικός παράγοντας είναι το ύψος των επιτοκίων. Εργαζόμαστε για τη δημιουργία συνθηκών οι οποίες θα συμβάλλουν στη μείωσή τους. Ήδη, η τάση τους είναι πτωτική και διατηρήσιμη. Μάλιστα από τις ευρωεκλογές μέχρι σήμερα η διαφορά της απόδοσης μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού 10ετούς ομολόγου έχει μειωθεί περίπου κατά 45%. Ο υψηλότερος ρυθμός μεγέθυνσης και τα χαμηλότερα επιτόκια συμβάλλουν από μόνα τους και συνδυαστικά στη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους», συνεχίζει.
Ο κ. Σταϊκούρας, τέλος τονίζει πως «ο ρυθμός μεγέθυνσης κατά το 2020 θα είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο του 2019. Και σε αυτό καταλυτικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και οι μειώσεις φόρων που ήδη υλοποιούνται και προβλέπονται για το 2020».