Σήμερα Δευτέρα οι ανακοινώσεις για ενισχυτική δόση σε υγειονομικούς και άνω των 60
Παρά το γεγονός ότι τα επιδημιολογικά δεδομένα στη χώρα μας παρουσιάζουν, προς ώρας σταθεροποιήση, οι αργοί ρυθμοί με τους οποίος προχωρά το εμβολιαστικό πρόγραμμα και οι φόβοι για έξαρση των κρουσμάτων λόγω του ανοίγματος των σχολείων, θέτουν σε συναγερμό κυβέρνηση και ειδικούς.
Την Κυριακή τα κρούσματα που ανιχνεύτηκαν στην Αττική ήταν 230, όπως και στη Θεσσαλονίκη. Από τα 1.305 κρούσματα που εντοπίστηκαν, τα 26 ήταν στην Ημαθία, 51 στη Λάρισα, 30 στην Ξάνθη, 26 στην Καβάλα, 50 στην Αχαΐα, 27 στην Πέλλα, 26 στην Πιερία, 28 στη Χαλκιδική, 32 στη Ρόδος, 25 στην Κέρκυρα και 24 στην η Κορινθία.
Στη βόρεια Ελλάδα το ιικό φορτίο συσσωρεύεται και μάλιστα σε περιοχές όπου όπως διαπιστώνουν οι επιστήμονες, το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού είναι χαμηλό, αρκετά κάτω από το 50% και να μην ξεχνάμε ότι το περσινό lockdown ξεκίνησε ύστερα απο το αυξημένο ιϊκό φορτίο της Θεσσαλονίκης.
Ανησυχία για τα σχολεία
Παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί και τις συστάσεις περί εμβολιασμού, στις ηλικίες από 12 χρονών και πάνω, οι επιστήμονες φοβούνται ότι η έξαρση θα εκδηλωθεί στα προαύλια και τις σχολικές αίθουσες στέλνοντας πολλά παιδιά στα νοσοκομεία.
Η μετάλλαξη Δέλτα εμφανίζεται ιδιαίτερα μολυσματική και στον παιδικό πληθυσμό όπου η εμβολιαστική κάλυψη είναι μικρότερη απ’ ότι στους ενηλίκους. Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος για σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό νοσηλειών, είναι ορατός.
Ενα στα τέσσερα κρούσματα
Σε παιδιά και ειδικότερα σε μαθητές 5-17 ετών εντοπίζονται πλέον ένα στα τέσσερα κρούσματα στη χώρα. Την πρώτη εβδομάδα λειτουργίας των σχολείων οι μολύνσεις σε παιδιά έως 17 ετών ξεπέρασαν τις 3.400.
Μπροστά στον κίνδυνο του ιού χιλιάδες γονείς σπεύδουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους. Ήδη το 17% των μαθητών ηλικίας 12-15 ετών έχει εμβολιαστεί, έστω με μια δόση.
Τις επόμενες εβδομάδες τα βλέμματα των ειδικών θα είναι στραμμένα στα σχολεία. Μέχρι στιγμής πάντως δεν έχει κλείσει κάποιο σχολικό τμήμα, αφού πλέον βασική προϋπόθεση να συμβεί αυτό είναι να μολυνθούν οι μισοί και πλέον μαθητές.
Τρίτη δόση με mrna εμβόλιο
Την ίδια στιγμή προχωρά η διαδικασία προτεραιοποίησης των ομάδων υψηλού κινδύνου για νόσηση από Covid-19 που θα λάβουν την αναμνηστική δόση εμβολίου. Έχουν προηγηθεί οι ασθενείς υπό ανοσοκατασταλτική αγωγή (η πλατφόρμα των ραντεβού άνοιξε 14 Σεπτεμβρίου) και ακολουθούν τα άτομα που διαμένουν σε Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων, οι πολίτες άνω των 60 ετών και οι υγειονομικοί, μετά την θετική γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, που εξέτασε τα επιστημονικά δεδομένα.
Η συζήτηση άλλωστε για την χορήγηση τρίτης δόσης εμβολίου κατά της covid-19 σε ομάδες πληθυσμού που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο λοίμωξης ξεκίνησε από τον Αύγουστο, όπου κάποιες χώρες άρχισαν να χορηγούν αναμνηστικές δόσεις.
Όπως τόνισε την Παρασκευή ο γενικός γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, η Επιτροπή έγει δώσει τη σχετική έγκριση για τη χορήγηση της τρίτης δόσης σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών, με τις σχετικές ανακοινώσεις να αναμένονται την προσεχή Δευτέρα.
Η χορήγηση της τρίτης δόσης πλην των ανοσοκατεσταλμένων, που μπορεί να δοθεί και 4 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση του βασικού εμβολιασμού είναι έξι έως οκτώ μήνες μετά από την δεύτερη δόση. Η τρίτη δόση των εμβολίων θα είναι mRNA εμβόλιο για τα άτομα που έχουν λάβει δυο δόσεις mRNA βασικού εμβολιασμού, δυο δόσεις εμβολίου Astra Zeneca ή μια δόση εμβολίου Johnson & Johnson.
Η Βάνα Παπαευαγγέλου, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών και της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για την covid-19, εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το σκεπτικό της απόφασης για την τρίτη δόση σε ομάδες πληθυσμού υψηλού κινδύνου για λοίμωξη.
«Οι επιστήμονες ξεχωρίζουν την τρίτη δόση στους ανοσοκατεσταλμένους και τους ηλικιωμένους-άνω των 80- όπου η τρίτη δόση φαίνεται ότι δεν είναι αναμνηστικός εμβολιασμός, αλλά ενίσχυση της ανοσίας, διότι δεν απάντησαν πολύ καλά στις πρώτες δόσεις λόγω ανοσοκαταστολής και λόγω ηλικίας».
Ανάγκη να λάβουν τρίτη δόση εμβολίου προκύπτει και για τους άνω των 60 ετών, καθώς σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα η ένταση των ανοσιακών απαντήσεων επηρεάζεται και από την ηλικία. «Έχουμε ανακοινώσει ότι και οι άνω των 60 ετών θα χρειαστούν τρίτη δόση εμβολίου, διότι διάφορες εργαστηριακές μελέτες, αλλά και επιδημιολογικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι όσο πιο μεγάλος σε ηλικία είναι κάποιος και όσο πιο μεγάλο διάστημα έχει περάσει από την δεύτερη δόση του -τουλάχιστον ένα 6μηνο- τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να κολλήσει τον ιό», πρόσθεσε η κ. Παπαευαγγέλου ξεκαθαρίζοντας όμως ότι οι πιθανότητες είναι μικρές για να νοσήσει βαριά και να πεθάνει.
Στους υγειονομικούς υπάρχει διαφορετική προσέγγιση, ανέφερε η κ. Παπαευαγγέλου, τονίζοντας ότι αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία. Είναι αυτοί με ιστορικό έκθεσης στον ιό. Η διατήρηση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου για την αποφυγή λοιμώξεων στο υγειονομικό προσωπικό είναι καθοριστικής σημασίας για την μετάδοση του ιού στο εργασιακό και οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και για την αποφυγή αποδυνάμωσης του συστήματος υγείας που μπορεί να προκύψει εάν μεγάλος αριθμός υγειονομικών νοσήσει.
Ερωτηθείσα για την επέκταση χορήγησης τρίτης δόσης στον γενικό πληθυσμό η κ. Παπαευαγγέλου τόνισε ότι ακόμα υπάρχει σκεπτικισμός.
Σχολιάζοντας τη θέση του ΠΟΥ για μη ευρεία χορήγηση μιας αναμνηστικής δόσεις σε υγιείς ανθρώπους που είναι πλήρως εμβολιασμένοι , προκειμένου φτωχές χώρες να προχωρήσουν την ανοσοποίηση, η καθηγήτρια ανέφερε ότι ο ΠΟΥ έχει δίκιο για τον εμβολιασμό πληθυσμών σε χώρες χαμηλού εισοδήματος «διότι από εκεί θα προκύψουν μεταλλάξεις, οι οποίες ενδεχομένως να μειώσουν και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε εμάς».
Η κ. Παπαευαγγέλου τόνισε, όμως, ότι αυτοί που έχουν περάσει το εξάμηνο εμβολιασμού, όπου σύμφωνα με μελέτες μειώνεται η προστασία για λοίμωξη πρέπει να προστατευθούν και προσθέτει ότι όφελος υπάρχει και για την κοινότητα καθώς μειώνεται η διασπορά, του ιού, το R0.
Παράλληλα επεσήαμανε την αναγκαιότητα τήρησης των μέτρων προστασίας, αλλά και την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού που συνέβαλε στο ηπιότερο προφίλ της πανδημίας, γι αυτό όπως αναφέρει πάντα δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην ενημέρωση των ανθρώπων που δεν έχουν κάνει ακόμα το εμβόλιο, εκτιμώντας ότι υπάρχουν περιθώρια να πειστούν. Σημείωσε ότι «πιο αποτελεσματικά θα μειωθεί η διασπορά εάν πείθαμε τους ανεμβολίαστους να εμβολιαστούν. Ο ανεμβολίαστος έχει 10 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να νοσήσει σε αντίθεση με τον εμβολιασμένο που έχουν περάσει 7 μήνες από τον εμβολιασμό του».