Στο 6,7% η διαφορά υπέρ της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου για τις εκλογές – Παλεύει για το διψήφιο το ΠΑΣΟΚ – Η ΝΙΚΗ και το ΕΑΝ απειλή για τον Βελόπουλο, η Ζωή Κωνσταντοπούλου για τον Βαρουφάκη
Νέα διεύρυνση στο δημοσκοπικό προβάδισμα της κυβερνητικής παράταξης καταγράφεται στην τελική ευθεία προς την κάλπη της επόμενης Κυριακής, καθώς αυξάνονται οι ψηφοφόροι που εμπιστεύονται τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και πλειοψηφούν εκείνοι που επιθυμούν να του δοθεί δεύτερη ευκαιρία στη διακυβέρνηση της χώρας και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Στον απόηχο της τηλεμαχίας ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς των έξι κοινοβουλευτικών κομμάτων, που είναι τα ίδια που χτυπούν με αξιώσεις και την πόρτα της Βουλής, τα ευρήματα της μεγάλης δημοσκόπησης που διενήργησε για λογαριασμό του «ΘΕΜΑτος» η εταιρεία Marc αποτυπώνουν σαφή υπεροχή του νυν πρωθυπουργού σε όλους τους δείκτες. Υπεροχή η οποία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη στην ευθεία σύγκριση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα.
Ο κ. Μητσοτάκης διατηρεί σταθερά ψηλά την απήχηση που έχει στους ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί και κεντροδεξιοί, ενώ εμφανίζει μεγαλύτερη διείσδυση από τον βασικό αντίπαλό του στους κεντρώους, καθώς 4 στους 10 πολίτες (39,9%) που ανήκουν σε αυτή την καθοριστική για την έκβαση της εκλογικής μάχης δεξαμενή ψηφοφόρων θέλουν να παραμείνει στο Μέγαρο Μαξίμου ο σημερινός πρωθυπουργός.
Το συνολικό ποσοστό των πολιτών που πιστεύουν ότι στις κάλπες της 21ης Μαΐου οι Ελληνες πρέπει να δώσουν δεύτερη ευκαιρία στον κ. Μητσοτάκη φτάνει στο 37,7% και είναι κατά 10,6 μονάδες μεγαλύτερο από εκείνους που πιστεύουν ότι πρέπει να γίνει το ίδιο με τον κ. Τσίπρα. Στο 30,2% φτάνει το ποσοστό όσων αδιαφορούν για τον νικητή ανάμεσα στους δύο μονομάχους και προκρίνουν την ενίσχυση κάποιου από τα άλλα κόμματα.
Η υπεροχή του νυν πρωθυπουργού διευρύνεται όταν οι συμμετέχοντες στην έρευνα καλούνται να τον συγκρίνουν με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. Στο ερώτημα «Ποιον πολιτικό αρχηγό εμπιστεύεστε περισσότερο;» το 37,6% απαντά τον κ. Μητσοτάκη και το 24,6% τον κ. Τσίπρα. Ακολουθούν ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης με 6,2%, ο κ. Δημήτρης Κουτσούμπας με 5,8%, ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης με 3,4% και ο κ. Κυριάκος Βελόπουλος με 3,2%.
Οι κεντρώοι προτιμούν Μητσοτάκη
Οταν, όμως, το ερώτημα αφορά την εμπιστοσύνη που αισθάνονται οι πολίτες απέναντι μόνο στους αρχηγούς των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, η διαφορά υπέρ του πρωθυπουργού αυξάνεται. Ειδικότερα, το 46,3% του συνόλου -και ανάμεσά τους το 52% όσων θα ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ– προτιμά στο τιμόνι της χώρας να βρίσκεται ο κ. Μητσοτάκης έναντι του 33,8% που δηλώνει το ίδιο για τον κ. Τσίπρα, ο οποίος προτιμάται από το 23,3% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατανομή των αναποφάσιστων, αφού το 31,2% εξ αυτών προτιμά τον νυν πρωθυπουργό, ενώ το 22,4% τον πρώην.
Εκτός από το πρόσωπο του πρωθυπουργού, όμως, οι πολίτες αξιολογούν θετικά και την κυβέρνησή του, για την οποία η θετική βαθμολογία αυξήθηκε στο 47,3% από το 42% στο οποίο είχε κατρακυλήσει μετά τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών. Την ίδια ώρα, υπερτερούν μεν οι αρνητικές γνώμες (52,2%), αλλά βαίνουν μειούμενες, καθώς πριν από δύο μήνες είχαν ανέλθει στο 56,7%.
Ακόμη πιο ευοίωνες για το Μέγαρο Μαξίμου είναι οι απαντήσεις που δίνουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα όταν καλούνται να συγκρίνουν τη σημερινή κυβέρνηση με την αμέσως προηγούμενη. Ενας στους 2 πολίτες (49,6%) θεωρούν ότι είναι καλύτερη η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ενώ την ίδια άποψη για την προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα έχει το 33,5% των ερωτηθέντων. Καλύτερη άποψη για τη σημερινή κυβέρνηση έχει το 57,2% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ και το 58,3% όσων αυτοτοποθετούνται ως κεντρώοι.
Τα αντίστοιχα ποσοστά για την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι 24,6% και 28,3% και δείχνουν ότι δεν έχει υποχωρήσει το λεγόμενο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ κλίμα» που επικρατεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ των κεντρώων ψηφοφόρων, οι οποίοι πλειοψηφικά δείχνουν προτίμηση στο πρόσωπο και τις επιλογές του κ. Μητσοτάκη.
Το πολύ έξι κόμματα στη νέα Βουλή
Αν και στην πρόθεση ψήφου το ποσοστό όσων δηλώνουν αναποφάσιστοι (10,2%) εξακολουθεί να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα για τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, η σειρά κατάταξης των κομμάτων φαίνεται παγιωμένη και, εκτός εξαιρετικού απροόπτου, η κοινοβουλευτική σύνθεση που θα προκύψει από τη λαϊκή ετυμηγορία της 21ης Μαΐου θα απαρτίζεται από την ίδια κομματική εξάδα που μετείχε στην απελθούσα Βουλή.
Η διασπορά προς πολλές κατευθύνσεις των ψηφοφόρων οι οποίοι τους προηγούμενους μήνες εκδήλωναν διάθεση στήριξης στο κόμμα Κασιδιάρη, που κόπηκε από τον Αρειο Πάγο, σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό των δυνάμεων οι οποίες συνωθούνται στα δεξιότερα της Ν.Δ., δεν αφήνει -τουλάχιστον στην παρούσα φάση- περιθώρια για την εκλογή βουλευτών από κάποιον άλλον σχηματισμό που διεκδικεί τη λαϊκή ψήφο.
Με δεδομένη, ωστόσο, την οριακή υπέρβαση του 3% από την Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ25, δύσκολα μπορεί να προδικάσει κανείς ότι το σκηνικό αυτό θα επαναληφθεί και σε τυχόν νέα προσφυγή στις κάλπες στις 2 Ιουλίου, οπότε θα ισχύσει το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής στην κατανομή των εδρών και θα έχουν μπει επιτακτικότερα τα διλήμματα της κυβερνητικής σταθερότητας.
Αναλυτικότερα, στη μέτρηση της Marc η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει 32,9% (+0,5% από την αμέσως προηγούμενη έρευνα της ίδιας εταιρείας στις 9 Μαΐου) και προηγείται κατά 6,6 μονάδες (6,7% επί των εγκύρων) του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παραμένει στο 26,3%. Η συσπείρωση της Ν.Δ. καταγράφεται στο 73,1%, καθώς το κυβερνών κόμμα προσελκύει το 15,3% των παλαιών ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ. και το 5,9% όσων είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η σημαντικότερη απώλεια είναι προς τη δεξαμενή των αναποφάσιστων στην οποία βρίσκεται το 9,7% όσων ψήφισαν Ν.Δ. πριν από τέσσερα χρόνια.
Η αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζει συσπείρωση της τάξης του 69,7% και αποσπά το 5,2% των Νεοδημοκρατών ψηφοφόρων του 2019, καθώς και το 7,6% όσων είχαν ψηφίσει τότε ΚΙΝ.ΑΛ. Διαρροές έχει κυρίως προς τους αναποφάσιστους που φτάνουν στο 9,7%, ποσοστό που είναι το ίδιο ακριβώς και με τις «γαλάζιες» απώλειες.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., το οποίο μάχεται σκληρά για να περάσει σε διψήφιο ποσοστό, κατατάσσεται στην τρίτη θέση με 8,9% (-0,1% από την προηγούμενη μέτρηση). Ακολουθούν το ΚΚΕ με 6% (ίδιο ποσοστό και στις 9 του μήνα), η Ελληνική Λύση με 3,3% (+0,1%) και το ΜέΡΑ25 με 3,2% (-0,1%). Από τους υπόλοιπους σχηματισμούς που κατεβαίνουν στον εκλογικό στίβο ενδιαφέρον παρουσιάζει το 1,6% (ίδιο ποσοστό και στην προηγούμενη μέτρηση) της Πλεύσης Ελευθερίας, της οποίας ηγείται η πρώην πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Στην αντίπερα όχθη της κατακερματισμένης Ακροδεξιάς, το όριο του 1%, που τους βάζει στον δημοσκοπικό χάρτη, περνούν οι νεοπαγείς σχηματισμοί Νίκη (1,3%), με επικεφαλής τον δάσκαλο – θεολόγο Δημήτριο Νατσιό, και Εάν… (1,2%), του οποίου ηγείται ο πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος. Συνολικά, πάντως, το ποσοστό που συγκεντρώνουν τα κόμματα που δεν αναμένεται να περάσουν το 3% και να εκπροσωπηθούν στη νέα Βουλή αθροίζεται στο 7%.
Τι κυβέρνηση δίνουν οι αναγωγές
Με τις αναγωγές των ευρημάτων της Marc, τις οποίες έκανε για λογαριασμό του «ΘΕΜΑτος» ειδικός εκλογικός αναλυτής, εκτιμάται ότι η τελική εκλογική δύναμη της Ν.Δ. θα κυμανθεί μεταξύ του 34,6%, εφόσον δεν γίνει αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων, και του 38,4%. Ο μέσος όρος των δύο αυτών τιμών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ν.Δ. θα έχει 121 βουλευτικές έδρες στη νέα Βουλή.
Τα αντίστοιχα όρια για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι από 27,7% έως 31,3% και οι έδρες που θα λάβει θα φτάσουν στις 98. Η δύναμη του ΠΑΣΟΚ θα κυμανθεί από το 9,1% έως το 11,5% και θα εκλέξει 34 βουλευτές. Το ΚΚΕ θα βρεθεί μεταξύ του 5,8% και του 7,8% και θα καταλάβει πιθανότατα 23 έδρες. Ενώ από 12 βουλευτές εκτιμάται ότι θα εκλέξουν η Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ25, που αναμένεται να αποσπάσουν ποσοστά μεταξύ του 3% και του 4,4%.
Το άθροισμα της δύναμης των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής υπολογίζεται να κυμανθεί μεταξύ του 8,3% και του 10,7%.Υπό αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι αποκλείεται και αριθμητικά η συγκρότηση μιας ενδεχόμενης «κυβέρνησης των ηττημένων», αφού ακόμη και να καταφέρουν να ξεπεράσουν τον πολιτικό σκόπελο της αδυναμίας τους να βρουν κοινή γλώσσα, η τυχόν σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ25 θα έδινε 144 έδρες, αριθμός που είναι μακριά από την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Σε σεναριακό επίπεδο, εξάλλου, το μόνο θεωρητικά βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα το οποίο μπορεί να προκύψει από έναν τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων είναι η συγκυβέρνηση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, καθώς το πρώτο και το τρίτο κόμμα υπολογίζεται ότι θα εκλέξουν 155 βουλευτές. Πρακτικά, ωστόσο, δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα μια τέτοια προοπτική, καθώς και με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις των κυρίων Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη στην τηλεμαχία της περασμένης Τετάρτης, αλλά και σε άλλες συνεντεύξεις και ομιλίες τους δεν φαίνεται διάθεση από τις ηγεσίες των δύο κομμάτων να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι.
Επομένως, αν δεν αλλάξει δραματικά κάτι στο κλίμα που διαμορφώνεται τις τελευταίες ημέρες, το βράδυ της επόμενης Κυριακής θα επικυρωθεί το επικρατέστερο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η Βουλή που θα προκύψει από την κάλπη της 21ης Μαΐου θα διαλυθεί και θα οδηγηθούμε σε επαναληπτικές εκλογές στις 2 Ιουλίου, με στόχο το νέο εκλογικό σύστημα που θα ισχύει και προβλέπει μπόνους 40 εδρών στο πρώτο κόμμα να δώσει μονοκομματική κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Προτίμηση σε κυβέρνηση Ν.Δ.
Το αίτημα, άλλωστε, υπέρ της «γαλάζιας» αυτοδυναμίας κερδίζει έδαφος, αφού τον τελευταίο ενάμιση μήνα από το 29,7%, που ήταν το ποσοστό όσων εξέφραζαν τέτοια προτίμηση, ανέρχεται πλέον στο 33,8%. Αθροιστικά όσοι προτιμούν κυβέρνηση της Ν.Δ., είτε αυτοδύναμη είτε σε συνεργασία με άλλα κόμματα, φτάνουν στο 46,4%. Το αντίστοιχο άθροισμα για κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με αυτοδυναμία ή συνεργασία, φθάνει στο 38,7%. Τη διαφορά, μεταξύ άλλων, κάνει και εδώ η κατανομή των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι σε ποσοστό 47,2% εκδηλώνουν προτίμηση σε κυβέρνηση της Ν.Δ., ενώ αντίστοιχα προτίμηση σε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει το 35,8%.
Τούτων δοθέντων, δεν προκαλεί μάλλον έκπληξη ότι 2 στους 3 πολίτες (ή ποσοστό 64,6%) πιστεύουν ότι την ερχόμενη Κυριακή το νήμα της κάλπης θα το κόψει η Νέα Δημοκρατία. Το 22,7% εξ αυτών πιστεύει ότι η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μεγαλύτερη από 6 μονάδες, ενώ μικρότερη απόσταση μεταξύ των δύο κομμάτων βλέπει το υπόλοιπο 41,9%.
Την ίδια ώρα, πίστη σε νίκη του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει το 22,4% του συνολικού εκλογικού σώματος, με το 6% να τη βλέπει με μεγάλη διαφορά και το 16,4% κάτω από 6 μονάδες. Μοιρασμένοι εμφανίζονται και οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Κουμουνδούρου, αφού επικράτηση της παράταξής τους προβλέπει το 47% εξ αυτών, ενώ το 40,8% δεν έχει αυταπάτες και απαντά ότι βλέπει την πρωτιά να πηγαίνει στη Ν.Δ. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, τέλος, προβλέπουν σε ποσοστό 72,1% ότι θα υπάρξει «γαλάζια» επικράτηση, ενώ υπέρ της νίκης θα στοιχημάτιζε μόνον το 13% των «πράσινων» ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.