Όταν προκαλούν μεγάλο σεισμό τα ρήγματα του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, αυτοί κυμαίνονται μεταξύ 6-6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ
Πρώτος στην Ευρώπη και έβδομος στον κόσμο σε σεισμικότητα κατατάσσεται ο ελλαδικός χώρος, ο οποίος είναι διάσπαρτος από ρήγματα τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο θαλάσσιο χώρο του. Ένα μεγάλο μέρος αυτών είναι ενεργό, ωστόσο τα περισσότερα παρουσιάζουν μεγάλη περιοδικότητα, ακόμη και εκατοντάδων ετών, στην πρόκληση σεισμών.
Όταν προκαλούν μεγάλο σεισμό τα ρήγματα του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, αυτοί κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 6-6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και προκαλούν αρκετές ζημιές σε τοπικό επίπεδο. Τα υποθαλάσσια ρήγματα είναι μεγαλύτερα, δίνουν ισχυρότερους μεγάλους σεισμούς (μέχρι και 7,5 Ρίχτερ), ωστόσο, λόγω της μεγάλης απόστασής τους από κατοικημένες περιοχές και πολλές φορές εξαιτίας του μεγάλου εστιακού τους βάθους, συνήθως δεν προκαλούν μεγάλες καταστροφές. Η πλειοψηφία των σεισμών που προκαλούν, έχουν ενδιαφέρον κυρίως για τους επιστήμονες και ο κόσμος τους ξεχνάει γρήγορα.
Το ευτυχές για την Ελλάδα είναι ότι προκαλούνται από τις λιγότερες ζημιές παγκοσμίως μετά την έκκληση της σεισμικής της ενέργειας, ενώ το ίδιο συμβαίνει και σε ό,τι αφορά τον αριθμό των θανάτων, ο οποίος είναι από τους χαμηλότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό συμβαίνει, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι σεισμοί στον ελλαδικό χώρο δεν έχουν μεγάλη σεισμική επιτάχυνση, δηλαδή χαρακτηρίζονται από τους επιστήμονες ως πιο μαλακοί, ενώ η χώρα μας διαθέτει κι έναν από τους καλύτερους αντισεισμικούς κανονισμούς σε ολόκληρο τον κόσμο, σε ό,τι αφορά την κατασκευή των κτιρίων.
Τα παραπάνω ανέφερε στο ethnos.gr ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας των Σεισμών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σπύρος Παυλίδης, ο οποίος για πολλά χρόνια μελέτησε και κατέγραψε όλα τα ρήγματα του ελλαδικού χώρου.
«Εμάς τους επιστήμονες δε μας ανησυχεί τίποτα, αλλά μας ανησυχούν και όλα μαζί ταυτόχρονα. Και ο χερσαίος και ο θαλάσσιος ελλαδικός χώρος είναι διάσπαρτοι από ρήγματα. Άλλωστε και η δημιουργία της ελληνικής πολυνησίας οφείλεται στη δραστηριότητα των ρηγμάτων τα τελευταία δύο εκατομμύρια χρόνια. Δε σημαίνει ότι όλα τα ρήγματα είναι ενεργά, ωστόσο, μεταξύ αυτών υπάρχουν πολλά ενεργά. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μία εντονότερη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή μας. Αρκεί να αναφέρω τους σχετικά πρόσφατους μεγάλους σεισμούς της Λέσβου, της Σάμου και τώρα της Κρήτης. Πρόσφατος είναι και ο μεγάλος σεισμός της Αλβανίας, όπου φτάνει η προέκταση των ρηγμάτων της Πίνδου».
Το ρήγμα του μεγαλύτερου σεισμού στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα και το δύσκολο Ιόνιο
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητής Γεωλογίας των Σεισμών του ΑΠΘ, στο Αιγαίο Πέλαγος βρίσκεται το ρήγμα που έδωσε τον ισχυρότερο σεισμό τον 20ο αιώνα στην Ευρώπη και κατά συνέπεια θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα στην Ελλάδα. Πρόκειται για το υποθαλάσσιο ρήγμα Αμοργού – Σαντορίνης, το οποίο προκάλεσε σεισμό 7,5 Ρίχτερ τον Ιούλιο του 1956.
Ωστόσο, τα πιο ενεργά και κατά συνέπεια με τη μεγαλύτερη σεισμικότητα είναι τα ρήγματα του Ιονίου Πελάγους και κυρίως αυτά μεταξύ Λευκάδας, Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου. Αυτά προκαλούν πολύ συχνά μικρούς σεισμούς αλλά και μεγάλους σεισμούς με περιοδικότητα λίγων δεκάδων χρόνων, κάποιοι από τους οποίους μπορεί να αγγίξουν ακόμα και τα 7 Ρίχτερ.
Πολύ μεγάλα ρήγματα, τα οποία δίνουν και πολύ μεγάλους υποθαλάσσιους σεισμούς, βρίσκονται νότια της Κρήτης αλλά και στο τμήμα μεταξύ της Κρήτης και της Ρόδου. Ωστόσο, το ευτύχημα είναι ότι σημειώνονται σε τάφρους με πολύ μεγάλο βάθος, μέχρι και 4.500 μέτρων, αλλά απέχουν και πολύ από κατοικημένες περιοχές. Για το λόγο αυτόν δεν προκαλούν και μεγάλη ανησυχία στους πολίτες. «Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του σεισμού που σημειώθηκε το 2020 στο υποθαλάσσιο ρήγμα της Ιεράπετρας. Έγινε σε πολύ μεγάλο βάθος και πολύ μακριά από κατοικημένες περιοχές και γι’ αυτό δεν τον ένοιωσαν έντονα οι κάτοικοι και δεν προκλήθηκαν ζημιές», λέει ο κ. Παυλίδης.
Η τάφρος του Βορείου Αιγαίου και το εντυπωσιακό «εργαστήρι» του Κορινθιακού
Κάποια από τα σημαντικότερα ρήγματα του ελλαδικού χώρου βρίσκονται στο Βόρειο Αιγαίο. Πρόκειται για τη λεγόμενη ως Τάφρο του Βορείου Αιγαίου, η οποία αποτελεί και συνέχεια του ιδιαίτερα σεισμογενούς ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας. Η Τάφρος του Βορείου Αιγαίου είναι υποθαλάσσια και εκτείνεται νότια της Χαλκιδικής, βόρεια των Βορείων Σποράδων, νότια της Σαμοθράκης και βόρεια της Ίμβρου και της Λήμνου. Έχει δυναμική ισχυρών σεισμών μεγέθους μέχρι 6,5-7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ωστόσο, επειδή και αυτή βρίσκεται μακριά από κατοικημένες περιοχές, οι ισχυροί σεισμοί της δεν προκαλούν μεγάλες καταστροφές. Όπως λέει ο κ. Παυλίδης, εξαίρεση αποτελεί ο σεισμός του 1905, ο οποίος έγινε στη μύτη της χερσονήσου του Άθω.
Περιοχή με πολύ μεγάλη σεισμικότητα είναι η ευρύτερη του Κορινθιακού κόλπου, τόσο στο υποθαλάσσιο τμήμα της όσο και στη Βόρεια Πελοπόννησο. Μάλιστα, ο κ. Παυλίδης χαρακτηρίζει τον Κορινθιακό ως ένα «εντυπωσιακό φυσικό εργαστήρι», ο οποίος δίνει μεγάλους σεισμούς μεταξύ 6,5 και 6,7 Ρίχτερ.
Επίσης, μεγάλους σεισμούς μεταξύ 6-6,7 της κλίμακας Ρίχτερ δίνουν το ρήγμα της Λέσβου (τελευταίος μεγάλος σεισμός στις 12 Ιουνίου 2017 στη Βρίσα, μεγέθους 6,3 βαθμών), το οποίο αποτελεί προέκταση αυτού της Βόρειας Ανατολίας, καθώς και τα ρήγματα στις περιοχές της Χίου και της Σάμου (τελευταίος μεγάλος σεισμός στις 30 Οκτωβρίου του 2020, μεγέθους 6,7 βαθμών).
Ρήγματα στον ηπειρωτικό χώρο
Στην ηπειρωτική Ελλάδα από τα μεγαλύτερα ρήγματα αλλά με μεγάλη περιοδικότητα στην εμφάνιση σεισμών θεωρούνται αυτά της Κεντρικής Μακεδονίας και πιο συγκεκριμένα τα ρήγματα της Δοϊράνης, της Κερκίνης, της Μυγδονίας, της Ιερισσού και της Θεσσαλονίκης. Άμεση σχέση με αυτά έχει και το ρήγμα του Βαλάντοβου στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία. Τα ρήγματα της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης έχουν δώσει ισχυρούς σεισμούς, το 1902 αλλά και τον πιο πρόσφατο της 20ης Ιουνίου του 1978, ο οποίος ήταν έντασης 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και είχε ως αποτέλεσμα 49 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους. Οι σεισμοί από τα ρήγματα της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης έχουν οροφή τους 6,5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, με εξαίρεση αυτόν του 1932, με επίκεντρο το Στρατώνι, ο οποίος έφτασε τους 6,9 βαθμούς.
Μεγάλο ρήγμα στη Βόρεια Ελλάδα θεωρείται αυτό μεταξύ Ξάνθης και Κομοτηνής, το οποίο δίνει ισχυρούς σεισμούς, αλλά με πολύ μεγάλη περίοδο επανάληψης. «Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει να καταγραφεί μεγάλος σεισμός στην περιοχή από τον 18ο αιώνα», λέει ο κ. Παυλίδης
Στη Δυτική Μακεδονία σημαντικό ρήγμα αλλά με περίοδο επανάληψης στην εμφάνιση σεισμών τουλάχιστον τα 300 χρόνια, θεωρείται αυτό νοτίως των Γρεβενών. Αυτό έδωσε και το σεισμό της Κοζάνης στις 13 Μαΐου 1995, οποίος ήταν έντασης 6,1 βαθμών. Στην ίδια περιοχή πιο ενεργά θεωρούνται τα ρήγματα βορειότερα της Καστοριάς, στα σύνορα Ελλάδας – Αλβανίας αλλά και στην περιοχή της Κορυτσάς, των οποίων οι μεγάλοι σεισμοί φτάνουν μέχρι τους 6 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ.
Τέλος, ιστορικό σεισμό τον 20ο αιώνα έχει και η Θεσσαλία και κυρίως το νότιο τμήμα της, με κυριότερο σεισμό αυτόν των Σοφάδων του 1954, ο οποίος ήταν έντασης 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Σε γενικές γραμμές τα ρήγματα της Θεσσαλίας, όταν δίνουν μεγάλους σεισμούς, κυμαίνονται μεταξύ 6-6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Αναφορικά με τον τελευταίο σεισμό της Θεσσαλίας, αυτόν που έγινε στις 3 Μαρτίου 2021, είχε επίκεντρο την περιοχή της Ελασσόνας και μέγεθος 6,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ο κ. Παυλίδης σημειώνει ότι δεν προκλήθηκε από το γνωστό ρήγμα του Τυρνάβου, αλλά από ένα άγνωστο μέχρι τότε ρήγμα. «Παρά το ότι λέμε ότι καταγράψαμε και ότι ξέρουμε καλά τα ρήγματα, η φύση πολλές φορές μας αιφνιδιάζει», σημειώνει ο κ. Παυλίδης.