Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση ενός άνδρα να υποβληθεί στο τεστ ισοδυναμεί με αποδοχή της πατρότητας και δικαίωσε τη μητέρα του παιδιού
Οποιος αρνηθεί να υποβληθεί σε εξέταση πατρότητας (DNA) προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το παιδί που γεννήθηκε εκτός γάμου είναι καρπός σαρκικής επαφής με τη μητέρα του μετά από ερωτική σχέση, τότε συνάγεται ότι είναι ο βιολογικός πατέρας του νεογέννητου παιδιού, σύμφωνα με τον Αρειο Πάγο. Και αυτό, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι για την τεκμηρίωση της πατρότητας του ανηλίκου πρέπει να αποδειχθεί και η ύπαρξη σαρκικής επαφής με τη μητέρα του παιδιού κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των 180 και 300 ημερών προ του τοκετού.
Αγαμη γυναίκα σύναψε ερωτικό δεσμό και είχε ολοκληρωμένες γενετήσιες επαφές. Η σχέση του ζευγαριού διήρκεσε περίπου έντεκα μήνες και κατά το διάστημα αυτό έμεινε έγκυος. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και ενώ ήταν στον τρίτο μήνα της κύησης, ο πατέρας της συνάντησε τον άνθρωπο με τον οποίο είχε δεσμό η κόρη του. Αρχικά, εκείνος αρνήθηκε ότι διατηρούσε σοβαρή σχέση με την εγκυμονούσα, αλλά παρ’ όλα αυτά συμφώνησαν να συναντηθούν και πάλι για να τα πούνε.
Μάχη εξωδίκων
Αντί όμως να συναντηθούν, τηλεφώνησε στον πατέρα της κοπέλας ο δικηγόρος του φερόμενου έως τότε πατέρα, ο οποίος ζήτησε να μην ξαναενοχληθεί ο πελάτης του. Μετά την άκαρπη αυτή προσπάθεια προσέγγισης και μετά τη γέννηση του παιδιού, η μητέρα έστειλε εξώδικο στον βιολογικό πατέρα του και ζήτησε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο της προκειμένου να διευθετηθεί «το ζήτημα της αναγνώρισης της πατρότητας του παιδιού».
Παρ’ όλα αυτά, εκείνος εξακολούθησε να αρνείται ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με το παιδί της και συνέχισαν να ανταλλάσσουν εξώδικα. Στο τελευταίο εξώδικο η μητέρα τον κάλεσε να συμμετάσχει «σε εξέταση ελέγχου αμφισβητούμενης πατρότητας, σε δημόσιο νοσοκομείο». Παράλληλα, του γνωστοποίησε την πρόθεσή της να προσφύγει στα δικαστήρια προς διασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων του νεογέννητου. Εκείνος συνέχισε να αμφισβητεί και να αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη του για την ύπαρξη του παιδιού, ενώ χαρακτήριζε τους ισχυρισμούς της μητέρας του περί πατρότητας ως «μυθεύματα».
Κατόπιν αυτών, η άγαμη μητέρα κατέθεσε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο διέταξε να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη και διόρισε πραγματογνώμονα βιολόγο, ειδική σε εξετάσεις DNA. Η βιολόγος αφού θα ελάμβανε δείγμα από τη μητέρα, τον φερόμενο πατέρα και το παιδί, θα προέβαινε σε ανάλυση, με τη μέθοδο υβριδοποίησης DNA με RNA και θα γνωμοδοτούσε αν εκείνος είναι πατέρας του ανηλίκου.
Ομως, η πραγματογνωμοσύνη δεν έγινε ποτέ, καθώς εκείνος παρά το γεγονός ότι κλητεύθηκε δύο φορές, δεν εμφανίστηκε προκειμένου να πραγματοποιηθεί η λήψη δείγματος γενετικού υλικού. Ακόμη, δύο φορές στη συνέχεια διατάχθηκε η διενέργεια εξέτασης DNA από το Εφετείο, όπου οδηγήθηκε η υπόθεση, χωρίς όμως και πάλι να υπάρξει αποτέλεσμα, καθώς εκείνος αρνήθηκε για ακόμη δύο φορές να δώσει γενετικό δείγμα.
Απόδειξη επαφής
Οπως επισημαίνουν οι αρεοπαγίτες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για «τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο αρκεί να αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος ήρθε σε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα του τέκνου κατά το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται μεταξύ των 180 και 300 ημερών προ του τοκετού» και υπογραμμίζουν:
«Αποδεικνυομένου δε του γεγονότος αυτού, της σαρκικής, κατά το κρίσιμο διάστημα, συνάφειας με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να απαιτείται λεπτομερής περιγραφή του τρόπου τέλεσης αυτής, αρκούσης και της εκ του συνόλου των περιστάσεων μαρτυρίας της συντέλεσής της, γεννάται τεκμήριο για την πατρότητά του και δεν απαιτείται η απόδειξη οποιουδήποτε άλλου περιστατικού».
Οπως αναφέρεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, η μη προσέλευσή του στους πραγματογνώμονες «ισοδυναμεί με αδικαιολόγητη άρνηση αυτού να υποβληθεί στην απαραίτητη αιματολογική εξέταση ή τη λήψη οιουδήποτε γενετικού υλικού, αφού ο ίδιος δεν επικαλείται ειδικό λόγο υγείας, που εμποδίζει τη σχετική εξέταση».
Η αδικαιολόγητη αυτή άρνησή του, σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες, εκτιμάται σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις και δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την πατρότητα ή μη, αλλά από αυτήν (σ.σ.: άρνηση) «συνάγεται η συνταγματική αποδοχή του ισχυρισμού της μητέρας του ανηλίκου ότι αν είχε διενεργηθεί η σχετική πραγματογνωμοσύνη θα εντοπίζονταν στο αίμα του ανήλικου τέκνου της γονιδιακές μορφές που θα μπορούσαν να αποδοθούν στον βιολογικό του πατέρα και θα αποδεικνυόταν επιστημονικά ότι αυτός είναι φυσικός πατέρας του».
Επιπρόσθετα, επισημαίνεται στη δικαστική απόφαση, από όλη τη διαδικασία αποδεικνύεται ότι ο αρνηθείς την αναγνώριση είναι πατέρας του ανηλίκου τέκνου, καθώς «ουδόλως αποδείχθηκε ότι εκείνη είναι πολύ πιθανόν κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου να είχε σαρκική συνάφεια με άλλους άνδρες».
Τόσο στο Πολυμελές Πρωτοδικείο όσο και στο Εφετείο Αθηνών ο πατέρας του ανηλίκου (σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις) έχασε τις δίκες και προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η σε βάρος του εφετειακή απόφαση. Ομως, το Α2 Πολιτικό Τμήμα απέρριψε την αίτησή του και επικύρωσε ότι είναι ο βιολογικός πατέρας του παιδιού που γεννήθηκε εκτός γάμου, κατά τη διάρκεια του ερωτικού δεσμού που είχε με τη μητέρα του ανηλίκου.