Η εύλογη αγανάκτηση για την απόφαση της κυβέρνησης Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί ένα μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς όπως η Αγία Σοφία, οδηγεί στο ερώτημα, εάν μπορεί να τεθεί θέμα κυρώσεων
Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να προχωρήσει στον εκ νέου χαρακτηρισμό της Αγίας Σοφία ως τζαμιού, κίνηση υποκινημένη κατά βάση από την προσπάθεια του Προέδρου Ερντογάν να βελτιώσει την απήχησή του σε ένα συντηρητικό, θρησκευόμενο και εθνικιστικό ακροατήριο, αποτελεί μια κίνηση που διακινδυνεύει το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία ενός μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς.
Η Αγία Σοφία όφειλε να παραμείνει ένα μουσείο ακριβώς επειδή με αυτό τον τρόπο μπορούσε να λειτουργεί ως ένα σημείο συνάντησης ιστοριών, πολιτισμών, θρησκειών, μέσα από τη μοναδική της ιστορία που την κάνει ταυτόχρονα κορυφαίο μνημείο της Βυζαντινής Χριστιανοσύνης όσο και της Οθωμανικής Ισλαμικής ταυτότητας, πέραν από κάθε λογική αποκλειστικής «εθνικής» ιδιοκτησίας.
Γι’ αυτό το λόγο και είναι εύλογο να ακούγονται φωνές για κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, μέχρις ότου επανέλθει το μνημείο στην προηγούμενη κατάσταση. Όμως, η κατάσταση ως προς το εάν μπορούν να επιβληθούν είναι κάπως πιο δύσκολη.
Ποιο είναι το καθεστώς για τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς
Η παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά προστατεύεται από το διεθνές δίκαιο με βάση τη Σύμβαση της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των κρατών-μελών της UNESCO το 1972. Μέχρι σήμερα έχει υπογραφεί από 193 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Το 2008 υιοθετήθηκαν και οι κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή τους που αφορούν τη λειτουργία της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, που ορίζεται από τη γενική συνέλευση των κρατών που έχουν υπογράψει τη σύμβαση και η οποία έχει την ευθύνη για την εφαρμογή των προβλέψεων της Σύμβασης.
Κομβική πλευρά της Σύμβασης είναι ο ορισμός των μνημείων που θεωρούνται τμήμα της παγκόσμιας κληρονομιάς, ύστερα από πρόταση των κρατών-μελών.
Η ίδια η σύμβαση περιλαμβάνει μηχανισμούς για την αξιολόγηση εάν ένα μνημείο μπορεί να πάρει το χαρακτηρισμό ότι αποτελεί τμήμα της παγκόσμιας κληρονομιάς, όπως επίσης και έχει τη δυνατότητα να κρίνει εάν ένα μνημείο είναι σε κίνδυνο. Η έννοια του δυνητικού κινδύνου του Μνημείου, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές, περιλαμβάνει και τυχόν αλλαγές στο νομικό καθεστώς του.
Η βασικότερη κύρωση που περιλαμβάνει η Σύμβαση είναι ουσιαστικά η μη συμπερίληψη ενός μνημείου στον κατάλογο των μνημείων ή η αφαίρεσή του από αυτό, εάν κριθεί ότι η ζημιά είναι τόσο μεγάλη που έχει χάσει το χαρακτήρα του. Είναι, όμως, μια οριακή επιλογή και αφού προηγηθεί συνεννόηση με το κράτος – μέλος ως προς το εάν θέλει βοήθεια για α υλοποιήσει έργα συντήρησης ή επισκευές.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι η έννοια του μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς δεν έχει να κάνει με τη χρήση, αλλά με το εάν αναγνωρίζεται ως τέτοιο, εάν συντηρείται, εάν δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του.
Σημειώνουμε ότι η Αγία Σοφία είναι ενταγμένη στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς ως τμήμα των ιστορικών τοποθεσιών της Κωνσταντινούπολης που περιλαμβάνουν τα περισσότερα σημαντικά μνημεία της. Οι τοποθεσίες αυτές περιλαμβάνουν και τζαμιά εν λειτουργία. Θυμίζουμε ότι η επίσημη τουρκική θέση είναι ότι η λειτουργία τζαμιού δεν αναιρεί το χαρακτήρα επισκέψιμου μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει το έδαφος να τεθεί το ζήτημα ότι το μνημείο απειλείται από την αλλαγή του καθεστώτος του (π.χ. εάν καλύπτονται οι βυζαντινές τοιχογραφίες του που είναι αναπόσπαστο τμήμα) αλλά θα χρειαστεί μια διαδικασία αξιολόγησης για να τεκμηριωθεί αυτό και η μέγιστη κύρωση με βάση της Σύμβαση για την Παγκόσμια Κληρονομιά θα είναι να μη θεωρείται πλέον μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς.
Η Σύμβαση της Χάγης για την Προστασία Πολιτιστικών Αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης
Πολύ πιο σαφής είναι η Σύμβαση της Χάγης του 1954 που αφορά την προστασία πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση πολέμου. Γέννημα των εκτεταμένων καταστροφών μνημείων στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η συγκεκριμένη Σύμβαση, που συμπληρώθηκε με το Β΄ Πρωτόκολλό της το 1999, ρητά προστατεύει τα πολιτιστικά δημιουργήματα στη διάρκεια πολέμου, απαγορεύοντας τη στοχοποίησή τους, την καταστροφή τους, τη λεηλασία τους ή τη μετακίνησή τους εκτός της χώρα.
Η σύμβασή αυτή ήρθε να επεκτείνει και να συμπληρώσει προβλέψεις που υπήρχαν στο Διεθνές Δίκαιο του Πολέμου ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως προς την προστασία πολιτιστικών μνημείων στη διάρκεια πολέμων και οι οποίες μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν στις Δίκες της Νυρεμβέργης όπου τμήμα του κατηγορητηρίου σε βάρος των ηγετικών στελεχών των ναζιστικών κυβερνήσεων ήταν και η λεηλασία μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς.
Επίκληση της σημασία της προστασίας των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς έχει υπάρξει επίσης και στο πλαίσιο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, για παράδειγμα σε σχέση με τον βομβαρδισμό του Ντουμπρόβνικ (που περιλαμβάνεται στη λίστα των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς).
Αντίστοιχες επικλήσεις έχουν γίνει και σε αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας , π.χ. για τις επιθέσεις σε πολιτιστικά μνημεία στο Μάλι.
Η απόφαση της UNESCO για τα εγκλήματα κατά της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας
Η απόφαση των Ταλιμπάν να προχωρήσουν στην καταστροφή μη ισλαμικών μνημείων, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφής των αγαλμάτων του Βούδα στο Μπαμιγιάν θα καταδικαστεί από την UNESCO ως «έγκλημα κατά της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας». Η απόφαση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία μια που καθιστά την συνειδητή καταστροφή μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς έγκλημα με βάση το διεθνές δίκαιο που στρέφεται «κατά της κοινής κληρονομιάς». Το ίδιο ισχύει για την συνακόλουθη Διακήρυξη της UNESCO του 2003 για την «με πρόθεση καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς» όπου αναφέρεται ότι «η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει τη σημασία τα προστασίας της πολιτικής κληρονομιάς και επανεπιβεβαιώνει την προσήλωσή της να αγωνιστεί κατά της με πρόθεση καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς».
Σε αυτή τη βάση είχαμε και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας που καταδίκασαν την καταστροφή μνημείων στο Ιράκ και τη Συρία από την Αλ Νούσρα και το Ισλαμικό Κράτος.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να μιλάμε για μια αυξημένη ποινικοποίηση εντός του διεθνούς δικαίου της καταστροφής πολιτιστικών μνημείων.
Μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια έχει αποδοθεί μεγαλύτερη σημασία στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, ιδίως σε ζητήματα που αφορούν τη συνειδητή καταστροφή ή λεηλασία μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς στη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων.
Αυτό σημαίνει ότι όντως υπάρχει μια αυξανόμενη τάση προς την ποινικοποίηση της καταστροφής μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτό θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα πλαίσιο ακόμη και για ζητήματα κυρώσεων, εάν θεωρήσουμε ότι απειλείται με καταστροφή η Αγία Σοφία, παρότι βεβαίως εδώ εμφανώς απέχουμε από το ενδεχόμενο καταστροφής μνημείων εντός ένοπλης σύρραξης.
Μόνο που στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα. Θέμα «κράτους δικαίου» μάλλον δεν μπορεί να τεθεί, εφόσον η απόφαση του τουρκικού Συμβουλίου της Επικράτειας έγινε στο πλαίσιο του τουρκικού θεσμικού πλαισίου. Θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την έννοια του περιορισμού στην θρησκευτική ελευθερία επίσης δύσκολα μπορεί να τεθεί, εφόσον η Αγία Σοφία δεν ήταν χριστιανική εκκλησία από το 1453.
Μπορεί, όμως, να αναδειχθεί το ζήτημα εάν τίθεται σε κίνδυνο ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, με βάση αυτά που προβλέπονται στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Παγκόσμια Κληρονομιά. Η αλλαγή του νομικού καθεστώτος όντως ενέχει αυτό τον κίνδυνο, αλλά θα πρέπει να αποδειχτεί ότι όντως συνεπάγεται και απειλή καταστροφής ή φθοράς του μνημείου, την ώρα που η Τουρκία θα προσπαθήσει να πείσει ότι δεν αναιρείται ο χαρακτήρας μνημείου, ούτε φθείρεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξουν καταδίκες με ανακοινώσεις ή εκφράσεις ανησυχίας, όμως αυτό δεν σημαίνει αυτόματα κυρώσεις.
Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα περιθώρια κυρώσεων είναι μεγαλύτερα, με την έννοια ότι υπάρχει ένα σύνολο ανοιχτών ζητημάτων, μέσω των οποίων μπορεί να ασκηθεί πίεση. Όμως, από την άλλη το πρόβλημα στις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι ότι ως προς την ενταξιακή διαδικασία, εντός της οποία προφανώς και τέτοια ζητήματα θα μπορούσαν να αναδειχτούν μια που είναι μια συνολική διαδικασία, αυτή είναι πρακτικά σε αναστολή εδώ και αρκετό καιρό, την ώρα που άλλα διμερή ζητήματα όπως αυτά που αφορούν την «Κοινή Δήλωση» για το προσφυγικό ενέχουν και τη δυνατότητα να υπάρξουν πιέσεις και από τη μεριά της Τουρκίας.
Όμως, η δυστοκία που ίσως υπάρξει ως προς τις κυρώσεις δεν αναιρεί τη δυνατότητα ανάδειξης του θέματος σε μια παγκόσμια κοινωνία των πολιτών που έχει αυξημένη ευαισθησία σε τέτοια θέματα. Η διακινδύνευση ενός μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς είναι κάτι που και ενδιαφέρον και αγανάκτηση μπορεί να προκαλέσει και με αυτό τον τρόπο να πιέσει την τουρκική κυβέρνηση, που πήρε την επιλογή με κριτήρια περισσότερο εσωτερικά. Αρκεί φυσικά να αναδειχτεί ως θέμα παγκόσμιας κληρονομιάς και διακινδύνευσης μνημείου και όχι στο πλαίσιο «εθνικών αφηγήσεων» παλαιότερων εποχών.