Του Θάνου Πλεύρη
Μεγάλη κουβέντα έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα μετά τη ψήφιση της συνθήκης των Πρεσπών από το Ελληνικό Κοινοβούλιο για το τι μπορεί να κάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ακούστηκαν μάλιστα και θέσεις που δεν συνάδουν με τον θεσμικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως π.χ. να παραιτηθεί ή να αρνηθεί να υπογράψει τη συμφωνία.
Μέχρι την αλλαγή του Συντάγματος το 1986 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε διευρυμένο ρόλο ελέγχου της νομοθετικής εξουσίας και μπορούσε ακόμα και να αρνηθεί την υπογραφή νόμων. Το Σύνταγμά μας πλέον δεν καθορίζει ρόλο συλλειτουργού της νομοθετικής εξουσίας στον Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος οφείλει να λειτουργεί μόνο ως εγγυητής του πολιτεύματος. Θέσεις λοιπόν που επιθυμούν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εμπλακεί, με π.χ. παραίτηση, στα πλαίσια της νομοθετικής εξουσίας, δεν συνάδουν στον θεσμικό του ρόλο, όπως τον έχει ορίσει το Σύνταγμα.
Θεσμικά, ωστόσο, το Σύνταγμα επιτρέπει μία παρέμβαση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αναφορικώς με ψηφισμένο νομοσχέδιο της Βουλής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί «να αναπέμψει στην Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφισθεί από αυτήν, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής». Η αναπομπή μπορεί να γίνει εντός μηνός από την ψήφιση του Νόμου και κατά τη κρατούσα άποψη μόνο για λόγους παραβίασης συνταγματικών αρχών. Ωστόσο, επειδή το άρθρο 42 δεν αναφέρεται στους λόγους αναπομπής, υποστηρίζεται και η θέση ότι αυτή μπορεί να γίνει για οποιονδήποτε λόγο αρκεί να είναι αιτιολογημένη.
Αναπομπή σημαίνει ότι επιστρέφεται το νομοσχέδιο στη Βουλή και ξανασυζητείται και εάν ξαναψηφισθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, υποχρεωτικά πλέον οφείλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκδώσει και δημοσιεύσει τον Νόμο.
Το Σύνταγμά μας λοιπόν επιτρέπει θεσμικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναπέμψει ψηφισμένο νομοσχέδιο. Επομένως, και στη περίπτωση της συνθήκης των Πρεσπών που κυρώθηκε με τους όρους του απλού νομοσχεδίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εάν το κρίνει, δύναται να το αναπέμψει και να υπάρχει εκ νέου συζήτηση. Μία τέτοια εξέταση του θέματος, από τη στιγμή που προβλέπεται από το Σύνταγμα, είναι θεσμικά επιτρεπτή και δεν σχετίζεται με τις θέσεις που θέλουν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να λειτουργήσει, εκτός των θεσμικών του καθηκόντων, για να αποτρέψει την εφαρμογή της συνθήκης των Πρεσπών.
Προφανώς, κανείς δεν μπορεί να υποδείξει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εάν θα ασκήσει το δικαίωμα αναπομπής, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό το δικαίωμα είναι μία θεσμική κατοχυρωμένη εγγύηση, ακριβώς για νομοσχέδια όπως το συγκεκριμένο που είναι κομβικά για το εθνικό μας συμφέρον.
Το δικαίωμα λοιπόν της αναπομπής μπορεί να δώσει τη δυνατότητα περαιτέρω προβληματισμού για το θέμα και μεγαλύτερης ενημέρωσης καθώς θα μπορέσει να μελετηθεί, ακόμη και από αυτούς που στηρίζουν την συμφωνία, εάν και εφόσον πχ έλαβαν χώρα οι συνταγματικές αλλαγές στα Σκόπια σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στη συνθήκη των Πρεσπών.
Παρεμβάσεις και προτροπές στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το εάν θα ασκήσει το δικαίωμά του για αναπομπή νομοσχεδίου, δεν είναι θεμιτές. Ο ίδιος, ελεύθερα θα αποφασίσει, βάσει του θεσμικού του ρόλου και προφανώς η όποια απόφασή του θα είναι απόλυτα σεβαστή, όμως θα τύχει της κριτικής του ιστορικού του μέλλοντος.