Στο νου των Ελλήνων η ημερομηνία της 29ης Μαΐου, καθ’ έτος, φέρνει μνήμες από τις τελευταίες στιγμές της χιλιετούς Ελληνορωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο), καθώς και τον ηρωικό όσο κι απέλπιδα αγώνα που έδωσαν οι πρόγονοι μας στα μισογκρεμισμένα τείχη της Κωνσταντινούπολης όταν αντιμετώπισαν τον Οθωμανό βάρβαρο επιδρομέα.
Οι υπερασπιστές της Πόλης υπό την ηγεσία του τελευταίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’, Παλαιολόγου, αγωνίσθηκαν με αυτοθυσία και γενναιότητα μέχρι τέλους και έπεσαν ηρωικώς υπέρ πίστεως και πατρίδος την 29η Μαΐου 1453.
Λίγο πριν την άλωση του 1453 η κραταιά χριστιανική Αυτοκρατορία, αποτελούσε φάντασμα του εαυτού της. Στα εδάφη της Αυτοκρατορίας είχε απομείνει η Βασιλεύουσα και η Πελοπόννησος με το Δεσποτάτο του Μυστρά. Μετά το θάνατο του άτεκνου Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου τον Οκτώβριο του 1448, νέος αυτοκράτορας στέφθηκε, στις 6 Ιανουαρίου 1449 στο Μυστρά, ο αδελφός του ο Κωνσταντίνος.
Ο Ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρραηγόπουλος σημείωνε γλαφυρά ότι: «Ο Κωνσταντίνος πήρε το ακάνθινο στέμμα του Βυζαντίου απαράλλακτα όπως ο αξιωματικός, που διορίστηκε φρούραρχος μία πόλης που είναι περικυκλωμένη από όλα τα μέρη από εχθρούς και ενώ δεν έχει ούτε σοβαρά οχυρώματα, ούτε αρκετή φρουρά, έπρεπε να υπακούσει τη διαταγή που του δόθηκε. Κατ’ αυτό τον τρόπο ανέλαβε το μαρτύριο που του επέβαλε η τύχη.» Η ενθρόνιση του στην «Βασιλίδα των πόλεων», έγινε την 12η Μαρτίου 1449.
Στο οθωμανικό στρατόπεδο ο Σουλτάνος Μουράτ Β’ αποβίωσε στις 3 Φεβρουαρίου 1451 και νέος Σουλτάνος στο θρόνο αναδείχθηκε ο γιος του Μωάμεθ Β’. Η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν μέσα στην καρδιά της οθωμανικής επικράτειας και διαχώριζε τις ασιατικές από τις ευρωπαϊκές κτήσεις των Οθωμανών. Πρώτος στόχος του νεαρού σουλτάνου ήταν να νικήσει τον τελευταίο θύλακα του ελληνισμού που στεκόταν εμπόδιο και στη συνέχεια να εγκαθιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη ένα κέντρο αποφάσεων της αναπτυσσόμενης οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο πόλεμος κηρύχθηκε στα μέσα του 1452. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ στήριξε όλες τις ελπίδες του στη βοήθεια από τη Δύση. Το Φθινόπωρο του 1452 έφθασαν στην Πόλη ο παπικός λεγάτος καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Λεονάρδος της Χίου με ένα σώμα τοξοτών. Για να έλθει η πολυπόθητη βοήθεια στις 12 Δεκεμβρίου 1452, ο Αυτοκράτορας συνεχίζοντας την πολιτική του αδελφού του, διακήρυξε στην Αγία Σοφία την ένωση των Εκκλησιών και τέλεσε κοινή λειτουργία μεταξύ Λατίνων και Ορθοδόξων.
Ωστόσο η βοήθεια δεν έφθασε ποτέ από τον Πάπα και τους Ηγεμόνες της Δύσης. Αντίθετα μετά από αυτή την ενέργεια που έγινε εξ ανάγκης, μεγάλωσε περισσότερα η έχθρα μεταξύ «ενωτικών και «ανθενωτικών». Έκπληξη προκάλεσαν τότε οι ορθόδοξοι Σέρβοι που έστειλαν βοήθεια όχι στον χριστιανό Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, αλλά στον Μωάμεθ Β’. Μόνο ο Δόγης της Βενετίας Φραγκίσκος Φόσκαρης έστειλε στην Κωνσταντινούπολη δύο πολεμικές γαλέρες. Ενώ την 20η Ιανουαρίου 1453 έφθασε στην Πόλη ο Γενουάτης αριστοκράτης Ιωάννης Ιουστινιάνης- Λόγγο με 700 άνδρες για να βοηθήσει στην άμυνά της.
Στις 7 Απριλίου 1453 ξεκίνησε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. 150.000 Τούρκοι με 400 πλοία, εναντίον 7000 υπερασπιστών της Πόλης, με μόλις 7 πλοία. Το τεράστιο κανόνι του Ουρβανού που διέθετε ο Μωάμεθ Β’, προκαλούσε τρομερές καταστροφές στα τείχη της Πόλης και φόνευε τους υπερασπιστές της. Ο Κεράτειος Κόλπος ήταν φραγμένος με μια βαρειά αλυσίδα, την οποία δεν πέτυχαν οι Οθωμανοί να σπάσουν παρά τις συνεχείς προσπάθειές τους Καθημερινά οι σοβαρές επιθέσεις είχαν αποκρουσθεί και άρχισε να κλονίζεται το ηθικό του εχθρού. Ύστερα όμως από επιθέσεις επτά εβδομάδων τα τείχη της πολιορκούμενης πόλης άρχισαν να εμφανίζουν σοβαρά ρήγματα. Η τελική έκβαση δεν θα αργούσε πια να κριθεί.
Την 23η Μαΐου στην πρόταση του Μωάμεθ Β’ για παράδοση της Πόλης, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ απήντησε: «Το δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστί οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινή γάρ γνώμη πᾶντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν», ήταν ένα νέο «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ», όμως το τέλος της Πόλης και της Αυτοκρατορίας ήταν προδιαγεγραμμένο.
Ο Μωάμεθ Β’ αποφάσισε να εξαπολύσει τη γενική επίθεση την 29η Μαΐου. Την παραμονή οι χριστιανοί της Πόλης, τέλεσαν στην Αγία Σοφία την τελευταία θεία λειτουργία. Ύστερα από την ακολουθία οι υπερασπιστές γύρισαν στις θέσεις τους ενώ ο Αυτοκράτορας επιθεωρούσε τις αμυντικές γραμμές.
Τις πρωινές ώρες άρχισε η επίθεση των Οθωμανών. Οι ηρωϊκοί υπερασπιστές κράτησαν για πολύ ώρα την εισβολή και απέκρουαν όλες τις επιθέσεις. Τότε ο σουλτάνος έριξε στη μάχη τους Γενίτσαρους, και ύστερα από σκληρό αγώνα το επίλεκτο αυτό σώμα του οθωμανικού στρατού κατόρθωσε να ανέβει στα τείχη. Παράλληλα σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή πληγώθηκε θανάσιμα ο Ιωάννης Ιουστινιάνης. Βλέποντας την Πόλη να πέφτει στα χέρια των Οθωμανών ο Αυτοκράτορας με το ξίφος στο χέρι του πολεμούσε αδιάκοπα τους εισβολείς.
Οι συμπολεμιστές του είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης και βλέποντας να έχει μείνει μόνος φώναξε τα εξής κατά τον Φραντζή: «Δεν υπάρχει εδώ εις Χριστιανός, όστις λάβη την κεφαλήν μου;». Πράγματι ουδείς χριστιανός είχε μείνει όρθιος να πολεμά δίπλα του. Ο Αυτοκράτορας δέχθηκε χτύπημα από ξίφος στο πρόσωπο, ανταπέδωσε το κτύπημα αλλά έπεσε όταν δέχθηκε δεύτερο κτύπημα από Τούρκο στον ώμο του. Έπεσε ηρωικά υπερασπιζόμενος την Πόλη που ίδρυσε ο Μέγας και Άγιος Κωνσταντίνος. Στους χιλιάδες νεκρούς υπερασπιστές ο Αυτοκράτορας ξεχώριζε μόνο από τα κόκκινα πέδιλα που ήταν κεντημένοι οι χρυσοί αετοί.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος στη συνείδηση του λαού έμεινε ως ο θρυλικός «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» του σκλαβωμένου έθνους και έγινε η ελπίδα του στα τετρακόσια χρόνια της οθωμανικής τυραννίας. Ωστόσο ο πραγματικός «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» είναι ο παλαιότερος Αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμων, που αγιοποιήθηκε από την Εκκλησία.
Η μνήμη του τελευταίου Αυτοκράτορα, η Πίστη στον Θεό και το κρυφό σχολειό ήταν οι δυνάμεις που κράτησαν τον ελληνισμό σε εγρήγορση στα χρόνια της δουλείας και έτσι το ελληνικό έθνος επέζησε μέχρι το σωτήριο έτος 1821.
Ευάγγελος Μ. Αποστολίδης
Θεολογος Οικονομολόγος
Καθηγητής Μ.Ε.